Η μητέρα του Ιούδα είδε στον ύπνο της, ότι θα κάνη ένα παιδί και θα είναι η καταστροφή των Ιουδαίων. Όταν το εγέννησε σε λίγους μήνες το έβαλε σ’ ένα κιβώτιο, το πισσώσανε και το ρίξανε στη θάλασσα. Απέναντι ήταν ένα νησάκι και το βρήκανε (το κιβώτιο) κάποιοι βοσκοί. Το επήραν και το ανάθρεψαν μέχρι 9 ετών. Δεν εμπορούσαν να το κρατήσουν άλλο, και το πήγαν στην απέναντι πολιτεία και το πουλήσανε. Το αγόρασε ο ίδιος ο πατέρας του, χωρίς να το ξέρη. Αυτός είχε κάμει κι άλλο παιδί. Ύστερ’ από καιρό, ήταν πονηρού πνεύματος ο Ιούδας κι εκεί που έπαιζαν, έδωσε μια πέτρα κι εσκότωσε τον αδερφό του, για να κληρονομήση την περιουσία του. Μετάνοιωσε όμως και έφυγε και πήγε στα Ιεροσόλυμα και γίνηκε υπηρέτης του βασιλέα. Μετά παρέλευση καιρού, έγινε ένας πόλεμος στην πατρίδα του πατέρα του και αναγκάστηκε ο Ρούσβελ (ο πατέρας του) και πούλησε την περιουσία του και πήγε κι αυτός στα Ιεροσόλυμα. Αγόρασε ένα μπαξέ, κοντά στο βασιλικό παλάτι. Ύστερ’ από καιρό, εβγήκε ο βασιλιάς στο παράθυρο και του είπε: - Τι ωραία άνθη έχει αυτό το περιβόλι! Του λέει ο Ιούδας. – Αμέσως, Μεγαλειότατε, να πάω να σου κόψω. Εκατέβηκε στο μπαξέ κι έκοψε μερικά λουλούδια και διάφορα οπωρικά. Όταν ήταν έτοιμος να φύγη, τόνε συνάντησε ο νοικοκύρης (ο πατέρας του;) και τον έβρισε και τον απείλησε. Αυτός άρπαξε μια πέτρα και τον εσκότωσε και πήε μετά στο βασιλέα. Μετά παρέλευση καιρού, του λέει ο βασιλιάς. Θέλεις να σε παντρέψω; Λέει, ναι. Του έδωσε τότε μια νύφη, που έτυχε να είναι η μητέρα του. Μ’ αυτήνε έκανε ένα παιδί. Η γυναίκα του κάποτε άρχισε να κλαίη και να διηγήται τα παθήματά της. Όταν τα άκουσε ο Ιούδας , εννόησε πως ήταν η μητέρα του, την παράτησε και πήε και συνάντησε το Χριστό. Έγινε Απόστολος και ο Χριστός τον είχε ψωνιστή του. Η φιλαργυρία του όμως τον έκανε να κλέβη τακτικά απ’ ότι εψώνιζε. Και όταν πέρασε καιρός, επήρε 33 αργύρια και παράδωσε το Χριστό. Το μεταμελήθηκε έπειτα και πήρε ένα σκοινί να κρεμαστή, αλλά κι αυτό το έκαμε για να πάη πουλιό μπροστά από το Χριστό να κερδήση την Ανάσταση. Αλλά αυτός δε συχωρέθηκε ποτέ.

Η μητέρα του Ιούδα είδε στον ύπνο της, ότι θα κάνη ένα παιδί και θα είναι η καταστροφή των Ιουδαίων. Όταν το εγέννησε σε λίγους μήνες το έβαλε σ’ ένα κιβώτιο, το πισσώσανε και το ρίξανε στη θάλασσα. Απέναντι ήταν ένα νησάκι και το βρήκανε (το κιβώτιο) κάποιοι βοσκοί. Το επήραν και το ανάθρεψαν μέχρι 9 ετών. Δεν εμπορούσαν να το κρατήσουν άλλο, και το πήγαν στην απέναντι πολιτεία και το πουλήσανε. Το αγόρασε ο ίδιος ο πατέρας του, χωρίς να το ξέρη. Αυτός είχε κάμει κι άλλο παιδί. Ύστερ’ από καιρό, ήταν πονηρού πνεύματος ο Ιούδας κι εκεί που έπαιζαν, έδωσε μια πέτρα κι εσκότωσε τον αδερφό του, για να κληρονομήση την περιουσία του. Μετάνοιωσε όμως και έφυγε και πήγε στα Ιεροσόλυμα και γίνηκε υπηρέτης του βασιλέα. Μετά παρέλευση καιρού, έγινε ένας πόλεμος στην πατρίδα του πατέρα του και αναγκάστηκε ο Ρούσβελ (ο πατέρας του) και πούλησε την περιουσία του και πήγε κι αυτός στα Ιεροσόλυμα. Αγόρασε ένα μπαξέ, κοντά στο βασιλικό παλάτι. Ύστερ’ από καιρό, εβγήκε ο βασιλιάς στο παράθυρο και του είπε: - Τι ωραία άνθη έχει αυτό το περιβόλι! Του λέει ο Ιούδας. – Αμέσως, Μεγαλειότατε, να πάω να σου κόψω. Εκατέβηκε στο μπαξέ κι έκοψε μερικά λουλούδια και διάφορα οπωρικά. Όταν ήταν έτοιμος να φύγη, τόνε συνάντησε ο νοικοκύρης (ο πατέρας του;) και τον έβρισε και τον απείλησε. Αυτός άρπαξε μια πέτρα και τον εσκότωσε και πήε μετά στο βασιλέα. Μετά παρέλευση καιρού, του λέει ο βασιλιάς. Θέλεις να σε παντρέψω; Λέει, ναι. Του έδωσε τότε μια νύφη, που έτυχε να είναι η μητέρα του. Μ’ αυτήνε έκανε ένα παιδί. Η γυναίκα του κάποτε άρχισε να κλαίη και να διηγήται τα παθήματά της. Όταν τα άκουσε ο Ιούδας , εννόησε πως ήταν η μητέρα του, την παράτησε και πήε και συνάντησε το Χριστό. Έγινε Απόστολος και ο Χριστός τον είχε ψωνιστή του. Η φιλαργυρία του όμως τον έκανε να κλέβη τακτικά απ’ ότι εψώνιζε. Και όταν πέρασε καιρός, επήρε 33 αργύρια και παράδωσε το Χριστό. Το μεταμελήθηκε έπειτα και πήρε ένα σκοινί να κρεμαστή, αλλά κι αυτό το έκαμε για να πάη πουλιό μπροστά από το Χριστό να κερδήση την Ανάσταση. Αλλά αυτός δε συχωρέθηκε ποτέ.
δείτε την πρωτότυπη σελίδα τεκμηρίου
στον ιστότοπο του αποθετηρίου του φορέα για περισσότερες πληροφορίες και για να δείτε όλα τα ψηφιακά αρχεία του τεκμηρίου*
χρησιμοποιήστε
το αρχείο ή την εικόνα προεπισκόπησης σύμφωνα με την άδεια χρήσης :
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα
CC_BY_NC_ND



Η μητέρα του Ιούδα είδε στον ύπνο της, ότι θα κάνη ένα παιδί και θα είναι η καταστροφή των Ιουδαίων. Όταν το εγέννησε σε λίγους μήνες το έβαλε σ’ ένα κιβώτιο, το πισσώσανε και το ρίξανε στη θάλασσα. Απέναντι ήταν ένα νησάκι και το βρήκανε (το κιβώτιο) κάποιοι βοσκοί. Το επήραν και το ανάθρεψαν μέχρι 9 ετών. Δεν εμπορούσαν να το κρατήσουν άλλο, και το πήγαν στην απέναντι πολιτεία και το πουλήσανε. Το αγόρασε ο ίδιος ο πατέρας του, χωρίς να το ξέρη. Αυτός είχε κάμει κι άλλο παιδί. Ύστερ’ από καιρό, ήταν πονηρού πνεύματος ο Ιούδας κι εκεί που έπαιζαν, έδωσε μια πέτρα κι εσκότωσε τον αδερφό του, για να κληρονομήση την περιουσία του. Μετάνοιωσε όμως και έφυγε και πήγε στα Ιεροσόλυμα και γίνηκε υπηρέτης του βασιλέα. Μετά παρέλευση καιρού, έγινε ένας πόλεμος στην πατρίδα του πατέρα του και αναγκάστηκε ο Ρούσβελ (ο πατέρας του) και πούλησε την περιουσία του και πήγε κι αυτός στα Ιεροσόλυμα. Αγόρασε ένα μπαξέ, κοντά στο βασιλικό παλάτι. Ύστερ’ από καιρό, εβγήκε ο βασιλιάς στο παράθυρο και του είπε: - Τι ωραία άνθη έχει αυτό το περιβόλι! Του λέει ο Ιούδας. – Αμέσως, Μεγαλειότατε, να πάω να σου κόψω. Εκατέβηκε στο μπαξέ κι έκοψε μερικά λουλούδια και διάφορα οπωρικά. Όταν ήταν έτοιμος να φύγη, τόνε συνάντησε ο νοικοκύρης (ο πατέρας του;) και τον έβρισε και τον απείλησε. Αυτός άρπαξε μια πέτρα και τον εσκότωσε και πήε μετά στο βασιλέα. Μετά παρέλευση καιρού, του λέει ο βασιλιάς. Θέλεις να σε παντρέψω; Λέει, ναι. Του έδωσε τότε μια νύφη, που έτυχε να είναι η μητέρα του. Μ’ αυτήνε έκανε ένα παιδί. Η γυναίκα του κάποτε άρχισε να κλαίη και να διηγήται τα παθήματά της. Όταν τα άκουσε ο Ιούδας , εννόησε πως ήταν η μητέρα του, την παράτησε και πήε και συνάντησε το Χριστό. Έγινε Απόστολος και ο Χριστός τον είχε ψωνιστή του. Η φιλαργυρία του όμως τον έκανε να κλέβη τακτικά απ’ ότι εψώνιζε. Και όταν πέρασε καιρός, επήρε 33 αργύρια και παράδωσε το Χριστό. Το μεταμελήθηκε έπειτα και πήρε ένα σκοινί να κρεμαστή, αλλά κι αυτό το έκαμε για να πάη πουλιό μπροστά από το Χριστό να κερδήση την Ανάσταση. Αλλά αυτός δε συχωρέθηκε ποτέ.

Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (EL)

Παραδόσεις

Κέρκυρα, Οθωνοί


1960




Λ. Α. αρ. 2344, σελ. 556 – 8, Δ. Λουκάτου, νήσις Οθωνοί Κερκύρας, 1960

Κείμενο/PDF

Ελληνική γλώσσα




*Η εύρυθμη και αδιάλειπτη λειτουργία των διαδικτυακών διευθύνσεων των συλλογών (ψηφιακό αρχείο, καρτέλα τεκμηρίου στο αποθετήριο) είναι αποκλειστική ευθύνη των φορέων περιεχομένου.