Τον αφέντη το Χριστό που τον κυνηγάγανε τον έκρυψε η λυγιά, το γέννημα, τα πρόβατα και η λεϊμονιά. Αφού περάσανε και δεν τον βρήκανε, που τον έκρυψε η λυγιά, είπε ο αφέντης ο Χριστός: - Να ευωδιάζης κι όποιος περνάη να κόβη από το κλωνάρι του. Επέρασε κι από το γέννημα και κυμάτιζε το γέννημα και τον έκρυψε και μόλις εφύγανε οι Εβραίοι, του λέει ο αφέντης ο Χριστός. – Νάναι ευλογημένο και μήτε λύπη να γίνεται, μήτε χαρά χωρίς εδαύτο και να τόχουν οι άνθρωποι για θροφή τους και να είναι μες στην εκκλησία. Επέρασε κι από μια στάνη και μαζωχτήκανε μπουλούκι τα πρόβατα κα τον εκρύψανε και θα βλόησε κι είπε: - Να ζουν οι άνθρωποι απ’ αυτά και γάμοι και χαρές να μη γίνωνται χωρίς εδαύτα. Πέρασε κι από τη λεϊμονιά και τον έκρυψε και με το μοσχοβολημένο της άνθη του μοσχοβόλησε και την βλόγησε κι αυτήν κι είπε και στον τάφο του ακόμη να φυτρώση. Πέρασε κι από τον ασβόγερα κι ο ασβόγερας άνοιξε τους κλώνους του και τον εφανέρωσε. Κι ωργίστκη ο Χριστός και τον εκαταράθηκε, μέτε ζωντόβολο να τόνε τρώη, μήτε να χρησιμεύη για τίποτε. Μόνι τη Μεγάλη Παρασκευή κάνουνε αρώματα με δαύτον και ζαραχνιάζουνε για να μη γίνη αράχνη.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών