Μια φορά ο Χριστός ήκανε περιοδεία με τσι μαθητές κ’ επορπάτειενε. Επήεν κ ηύρηκεν ένα νέο κ’ εκοίτουdαν’ από κάτω σε μια ελιά. Του ζητήσανε να τώνε δώση νερό κ’ εκείνος των ήδεξενε με το ποδάρι dου το πηγάδι. Γιέ το, λέει, και πααίνετε να πιήτε. Υστερνά εφύγανε κ’ επεράσαν gαπόσο δρόμο και βρίσκουνε μια gοπέλλα στη στράτα κ’ ήβγανενε νερό σ’ ένα πηγάδι και τσ’ εγυρέψανε νερό. Με όλη την ευχαρίστησι των ήβγαλενε με το αρκάτσι. Κάθα ένας που ‘πινενε όσο του περίσσευγενε το ‘χυνεν η κοπέλλα. Ήπιαν και οι δώδεκα. Υστερνά είπεν ο Χριστός, άμα – ν – εφύανε’ς τσι μαθητές ότι αυτή τη gοπέλλα θα πάρη εκείνος ‘πο κοίτουdανε χάμαι και μας ήδειχτε το νερό με το ποδάρι dου. Κ’ είπαν οι μαθητές στο Χριστό ότι είν’ αμαρτία να πάρη τέθοιο dεbέλη. Ο Χριστός των είπενε, επειδή είν’ αυτή καλή, θα πάρη αυτό το σκάρτο να ζήσουνε.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών