Αυτοί ήταν δυό χιλιάδες τούρκοι και ήρθαν εδώ. Αυτοί είπαν θα πάμε στο χωριό και δεν θ’ αφήκωμε γλώσσα. Τότε παρουσιάστηκε ένας με άσπρο άλογο και έγινε πλημμύρα μπροστά τ’ς και δεν μπορούσαν να βαδίσουν τ’ άλογα. Τότες είπε αυτός ο bίμbασης (= χίλιαρχος) στο χωριό που θα πάμε μύτη δεν θα ματώση. Τότες άνοιξε το μέρος έφυγε η πλημμύρα και ήρθαν μές στο χωριό αυτοί. Εμαζεύτηκαν στη πλατέα κ’ εφώναξαν τον μουχτάρη να τους ετοιμάση ψωμί, φαγί και μέρος για να κοιμηθούν. Και τότες το χωριό ήταν μικρό. Τότες μουχτάρης και οι αγάδες (= σύμβουλοι του μουχτάροι) άδειασαν τα σπίτια και έβαλαν τους Τούρκους μέσα και τα άλογα στους στάβλους. Ύστερα εκάθισαν τρείς μέρες. Ο Παππούς μου ήταν μουχτάρης τότε. Οι Τούρκοι είπαν εσείς εδώ έχετε ένα άγιο πολύ θαματουργό και σας γλύτωσε. Έφυγαν αυτοί με κάλο, ζημιά δεν έκαμαν στο χωριό μας
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών