Εγώ θα σας πώ την ιστορία του Φαναρίου που την άκουσα από τη γιαγιά μου Κωσταντώ Παπά, που έζησε 110 χρόνια κι απέθαεν πρόπερσυ στα 1956. Εκει στην τρύπα του στοιχείου αντίκρυ στη Σκάλα της Τζαβέλαινας υπήρχε το θεριό. Ο Βασιλιάς ο Πύρρον έστελνε ένα καθημερινώς να τον φάη το θεριό για ν’ απολύση το νερό τρείς ώρες την ημέρα για να πίνη ο κόσμος εδώ στα γύρω χωριά. Αυτό γενόντανε, έπεφτε ι ΄κλήρος σε κάθε σπίτι με τη σειρά. Αφού πέρασε η σειρά σ’ όλους ήρθε κ’ η σειρά του Βασιλιά, να στείλη κι αυτός ένα παιδί. Κ’ έστειλε μια κοπέλλα τσούπρα. Τη στιγμή που έφτασε η τσούπρα στην τρύπα του στοιχειού επέρασε κι ο άγιος Δονάτος. Κι ερώτησε ο Άγιος Δονάτος την τσούπρα για ποιο σκοπό βρισκόταν εκεί. Η τσούπρα του είπε : Ήρθα για να με φάη το στοιχειό. Κι ο άγιος Δονάτος της είπε να μη φοβηθη και κάθισε κάτω από έναν ήσκιο, κάτω από ένα πλατάνι και είπε της τσούπρας να τον ψειρίση στο κεφάλι. Κι όταν δή το στοιχειό να βγαίνη, να τον σηκώση. Ο Άγιος Δονάτος αποκοιμήθηκε : Εβγήκε το στοιχειό και η τσούπρα από το φόβο της δεν εμίλησε. Εδάκρυσε και τα δάκρυα πέσανε απάνω στο πρόσωπο του αγίου Δονάτου. Ξύπνησε ο άγιο - Δονάτος και είπε τση τσούπρας. Μη φοβάσαι λέει. Και παίρνει την τσούπρα, τη βάνει πίσω στα καπούλια. Ανέβηκε ο Άγιο Δονάτος απάνω στο άλογο. Τη στιγμή που άνοιξε το στοιχειό το στόμα του για ν’ αρπάξη το άλογο, ο άγιος Δονάτος με το σπαθί του ετρύπησε το στοιχειό ακριβώς μέσ’ το στόμα που άνοιξε και το σκότωσε. Ο Άγιος Δονάτος κατέβηκε εδώ στο χωριό και είπε στον κόσμο να πιούν νερό, ενώ ο κόσμος δεν πίστιβι για να πιή νερό. Και έπιε ο Άγιο Δονάτος πρώτος με το χέρι τρείς φορές νερό λέγοντας. Τι γλυκό νερό είναι; Και γι’ αυτό το χωριό μας πήρε τ’ όνομα Γλυκύ. Τη στιγμή που σκότωσε το θεριό ο άγιο Δονάτος κατέβηκε κι έκοψε τη μισή γλώσσα του θεριού κ’ η τσούπρα έφυγε κ’ επήγε στον πατέρα της κ’ εδιηγήθηκε στο βασιλιά όλη την ιστορίαν που είδε. Κι ο βασιλιάς εκάλεσε όλον τον κόσμον να δή ποιος σκότωσε το θεριό. Τη στιγμή που έφυγε ο άγιο Δονάτος από την τρύπα του στοιχειού, πέρασε κάποιος άλλος κ’ έκοψε κι αυτός την υπόλοιπην μισή τη γλώσσα. Κ’ επαρουσιάστηκαν στο βασιλιά όλοι. Ο δεύτερος που έκοψε τη μισή τη γλώσσα, την έδειξε στο βασιλιά, γιατί θα ‘παιρνε την κόρη του γυναίκα. Ενώ η τσούπρα τον εγνώριζε ότι δεν ήταν αυτός. Και η τσούπρα ήφερε γύρα τον κόσμο, που ήταν μαζεμένοι κι εγνώρισε τον Άγιο Δονάτο. Κι ο βασιλιάς τον εκάλεσε μέσα στο παλάτι και του είπε τι χάρη, να του κάμη επειδής που γλύτωσε τη τσούπρα του και τον κόσμο που έπιναν νερό. Κι ο άγιο Δονάτος δε ζήτησε τίποτε μόνο να φκειάση ένα εκκλησάκι απάνω στο Κούγκι. Κι όταν ανέβηκε ο άγιος Δονάτος απάνω στο Κούγκι εβγήκε νύχτα έξω από το εκκλησάκι και είδε ένα καράβι να περνάη στη Σπλάντζα. Είδε το φώς και είπε μέχρι εκεί που ‘ναι το φανάρι αναμμένο να γίνη ξερά, και το πρωί φύγανε όλα τα γερά και κατεβήκανε στη θάλασσα και πήρε την ονομασία Φανάρι

Εγώ θα σας πώ την ιστορία του Φαναρίου που την άκουσα από τη γιαγιά μου Κωσταντώ Παπά, που έζησε 110 χρόνια κι απέθαεν πρόπερσυ στα 1956. Εκει στην τρύπα του στοιχείου αντίκρυ στη Σκάλα της Τζαβέλαινας υπήρχε το θεριό. Ο Βασιλιάς ο Πύρρον έστελνε ένα καθημερινώς να τον φάη το θεριό για ν’ απολύση το νερό τρείς ώρες την ημέρα για να πίνη ο κόσμος εδώ στα γύρω χωριά. Αυτό γενόντανε, έπεφτε ι ΄κλήρος σε κάθε σπίτι με τη σειρά. Αφού πέρασε η σειρά σ’ όλους ήρθε κ’ η σειρά του Βασιλιά, να στείλη κι αυτός ένα παιδί. Κ’ έστειλε μια κοπέλλα τσούπρα. Τη στιγμή που έφτασε η τσούπρα στην τρύπα του στοιχειού επέρασε κι ο άγιος Δονάτος. Κι ερώτησε ο Άγιος Δονάτος την τσούπρα για ποιο σκοπό βρισκόταν εκεί. Η τσούπρα του είπε : Ήρθα για να με φάη το στοιχειό. Κι ο άγιος Δονάτος της είπε να μη φοβηθη και κάθισε κάτω από έναν ήσκιο, κάτω από ένα πλατάνι και είπε της τσούπρας να τον ψειρίση στο κεφάλι. Κι όταν δή το στοιχειό να βγαίνη, να τον σηκώση. Ο Άγιος Δονάτος αποκοιμήθηκε : Εβγήκε το στοιχειό και η τσούπρα από το φόβο της δεν εμίλησε. Εδάκρυσε και τα δάκρυα πέσανε απάνω στο πρόσωπο του αγίου Δονάτου. Ξύπνησε ο άγιο - Δονάτος και είπε τση τσούπρας. Μη φοβάσαι λέει. Και παίρνει την τσούπρα, τη βάνει πίσω στα καπούλια. Ανέβηκε ο Άγιο Δονάτος απάνω στο άλογο. Τη στιγμή που άνοιξε το στοιχειό το στόμα του για ν’ αρπάξη το άλογο, ο άγιος Δονάτος με το σπαθί του ετρύπησε το στοιχειό ακριβώς μέσ’ το στόμα που άνοιξε και το σκότωσε. Ο Άγιος Δονάτος κατέβηκε εδώ στο χωριό και είπε στον κόσμο να πιούν νερό, ενώ ο κόσμος δεν πίστιβι για να πιή νερό. Και έπιε ο Άγιο Δονάτος πρώτος με το χέρι τρείς φορές νερό λέγοντας. Τι γλυκό νερό είναι; Και γι’ αυτό το χωριό μας πήρε τ’ όνομα Γλυκύ. Τη στιγμή που σκότωσε το θεριό ο άγιο Δονάτος κατέβηκε κι έκοψε τη μισή γλώσσα του θεριού κ’ η τσούπρα έφυγε κ’ επήγε στον πατέρα της κ’ εδιηγήθηκε στο βασιλιά όλη την ιστορίαν που είδε. Κι ο βασιλιάς εκάλεσε όλον τον κόσμον να δή ποιος σκότωσε το θεριό. Τη στιγμή που έφυγε ο άγιο Δονάτος από την τρύπα του στοιχειού, πέρασε κάποιος άλλος κ’ έκοψε κι αυτός την υπόλοιπην μισή τη γλώσσα. Κ’ επαρουσιάστηκαν στο βασιλιά όλοι. Ο δεύτερος που έκοψε τη μισή τη γλώσσα, την έδειξε στο βασιλιά, γιατί θα ‘παιρνε την κόρη του γυναίκα. Ενώ η τσούπρα τον εγνώριζε ότι δεν ήταν αυτός. Και η τσούπρα ήφερε γύρα τον κόσμο, που ήταν μαζεμένοι κι εγνώρισε τον Άγιο Δονάτο. Κι ο βασιλιάς τον εκάλεσε μέσα στο παλάτι και του είπε τι χάρη, να του κάμη επειδής που γλύτωσε τη τσούπρα του και τον κόσμο που έπιναν νερό. Κι ο άγιο Δονάτος δε ζήτησε τίποτε μόνο να φκειάση ένα εκκλησάκι απάνω στο Κούγκι. Κι όταν ανέβηκε ο άγιος Δονάτος απάνω στο Κούγκι εβγήκε νύχτα έξω από το εκκλησάκι και είδε ένα καράβι να περνάη στη Σπλάντζα. Είδε το φώς και είπε μέχρι εκεί που ‘ναι το φανάρι αναμμένο να γίνη ξερά, και το πρωί φύγανε όλα τα γερά και κατεβήκανε στη θάλασσα και πήρε την ονομασία Φανάρι
δείτε την πρωτότυπη σελίδα τεκμηρίου
στον ιστότοπο του αποθετηρίου του φορέα για περισσότερες πληροφορίες και για να δείτε όλα τα ψηφιακά αρχεία του τεκμηρίου*
χρησιμοποιήστε
το αρχείο ή την εικόνα προεπισκόπησης σύμφωνα με την άδεια χρήσης :
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα
CC_BY_NC_ND



Εγώ θα σας πώ την ιστορία του Φαναρίου που την άκουσα από τη γιαγιά μου Κωσταντώ Παπά, που έζησε 110 χρόνια κι απέθαεν πρόπερσυ στα 1956. Εκει στην τρύπα του στοιχείου αντίκρυ στη Σκάλα της Τζαβέλαινας υπήρχε το θεριό. Ο Βασιλιάς ο Πύρρον έστελνε ένα καθημερινώς να τον φάη το θεριό για ν’ απολύση το νερό τρείς ώρες την ημέρα για να πίνη ο κόσμος εδώ στα γύρω χωριά. Αυτό γενόντανε, έπεφτε ι ΄κλήρος σε κάθε σπίτι με τη σειρά. Αφού πέρασε η σειρά σ’ όλους ήρθε κ’ η σειρά του Βασιλιά, να στείλη κι αυτός ένα παιδί. Κ’ έστειλε μια κοπέλλα τσούπρα. Τη στιγμή που έφτασε η τσούπρα στην τρύπα του στοιχειού επέρασε κι ο άγιος Δονάτος. Κι ερώτησε ο Άγιος Δονάτος την τσούπρα για ποιο σκοπό βρισκόταν εκεί. Η τσούπρα του είπε : Ήρθα για να με φάη το στοιχειό. Κι ο άγιος Δονάτος της είπε να μη φοβηθη και κάθισε κάτω από έναν ήσκιο, κάτω από ένα πλατάνι και είπε της τσούπρας να τον ψειρίση στο κεφάλι. Κι όταν δή το στοιχειό να βγαίνη, να τον σηκώση. Ο Άγιος Δονάτος αποκοιμήθηκε : Εβγήκε το στοιχειό και η τσούπρα από το φόβο της δεν εμίλησε. Εδάκρυσε και τα δάκρυα πέσανε απάνω στο πρόσωπο του αγίου Δονάτου. Ξύπνησε ο άγιο - Δονάτος και είπε τση τσούπρας. Μη φοβάσαι λέει. Και παίρνει την τσούπρα, τη βάνει πίσω στα καπούλια. Ανέβηκε ο Άγιο Δονάτος απάνω στο άλογο. Τη στιγμή που άνοιξε το στοιχειό το στόμα του για ν’ αρπάξη το άλογο, ο άγιος Δονάτος με το σπαθί του ετρύπησε το στοιχειό ακριβώς μέσ’ το στόμα που άνοιξε και το σκότωσε. Ο Άγιος Δονάτος κατέβηκε εδώ στο χωριό και είπε στον κόσμο να πιούν νερό, ενώ ο κόσμος δεν πίστιβι για να πιή νερό. Και έπιε ο Άγιο Δονάτος πρώτος με το χέρι τρείς φορές νερό λέγοντας. Τι γλυκό νερό είναι; Και γι’ αυτό το χωριό μας πήρε τ’ όνομα Γλυκύ. Τη στιγμή που σκότωσε το θεριό ο άγιο Δονάτος κατέβηκε κι έκοψε τη μισή γλώσσα του θεριού κ’ η τσούπρα έφυγε κ’ επήγε στον πατέρα της κ’ εδιηγήθηκε στο βασιλιά όλη την ιστορίαν που είδε. Κι ο βασιλιάς εκάλεσε όλον τον κόσμον να δή ποιος σκότωσε το θεριό. Τη στιγμή που έφυγε ο άγιο Δονάτος από την τρύπα του στοιχειού, πέρασε κάποιος άλλος κ’ έκοψε κι αυτός την υπόλοιπην μισή τη γλώσσα. Κ’ επαρουσιάστηκαν στο βασιλιά όλοι. Ο δεύτερος που έκοψε τη μισή τη γλώσσα, την έδειξε στο βασιλιά, γιατί θα ‘παιρνε την κόρη του γυναίκα. Ενώ η τσούπρα τον εγνώριζε ότι δεν ήταν αυτός. Και η τσούπρα ήφερε γύρα τον κόσμο, που ήταν μαζεμένοι κι εγνώρισε τον Άγιο Δονάτο. Κι ο βασιλιάς τον εκάλεσε μέσα στο παλάτι και του είπε τι χάρη, να του κάμη επειδής που γλύτωσε τη τσούπρα του και τον κόσμο που έπιναν νερό. Κι ο άγιο Δονάτος δε ζήτησε τίποτε μόνο να φκειάση ένα εκκλησάκι απάνω στο Κούγκι. Κι όταν ανέβηκε ο άγιος Δονάτος απάνω στο Κούγκι εβγήκε νύχτα έξω από το εκκλησάκι και είδε ένα καράβι να περνάη στη Σπλάντζα. Είδε το φώς και είπε μέχρι εκεί που ‘ναι το φανάρι αναμμένο να γίνη ξερά, και το πρωί φύγανε όλα τα γερά και κατεβήκανε στη θάλασσα και πήρε την ονομασία Φανάρι

Οικονομίδης, Απόστολος Β.
Οικονομίδης, Απόστολος Β. (EL)

Παραδόσεις

Θεσπρωτία, Σούλι, Γλυκύ


1958




Λ. Α. αρ. 2277 Α, σελ. 10 - 13, αρ. 7, Δημ. Β. Οικονομίδου, Γλυκύ Σουλίου, 1958

Κείμενο/PDF

Ελληνική γλώσσα

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/4.0/deed.el

http://hdl.handle.net/20.500.11853/292598



*Η εύρυθμη και αδιάλειπτη λειτουργία των διαδικτυακών διευθύνσεων των συλλογών (ψηφιακό αρχείο, καρτέλα τεκμηρίου στο αποθετήριο) είναι αποκλειστική ευθύνη των φορέων περιεχομένου.