Η Αγία Μαύρα είναι μεγάλη και θαματουργή κι όποιος δε φυλάει την ημέρα εκείνη παθαίνει πολλά. Κάποια φορά, ήμουνα μικρή ακόμη, κατεβαίναμε με τον πατέρα μου από του Τζαΐζι και καθώς περνάγαμε από ένα τζαροκάμινο βλέπουμε κι είχανε τις τζάρες στημένες αράδ' αράδα και τις είχαμε βαμμένες κι ήτονε μαύρες σαν το ρούχο που φορώ. Βαστάει ο πατέρας μου τ' άλογο και ρωτάει το μάστορη : “Δε μου λές, κουμπάρε, τι πάθαν οι τζάρες σας και σας μαυρίσανε; - Αχ, κουμπάρε μου, του λέει εκείνος, δεν το ξέραμε πως μια από φτούνες τις ημέρες ήτονε της Αγίας Μάυρας και βάναμε καμίνι εκείνη την ημέρα, που εμείς πάντα φυλαγούμαστε και όπως πήγαμε να βγάλουμε τις τζάρες από μέσα, σαν ανοίξαμε το καμίνι ήτονε μαύρες όπως τις βλέπεις και τώρα χάσαμε τους κόπους μας, χάσαμε και το πράμα μας, γιατί ποιός μας τις πάιρνει.” Εγώ από τότες δεν πιάνω τίποτες στα χέρια μου εκείνη την ημέρα, ούτε ράβω, ούτε ζυμώνω, ούτε κοφίνι βάνω
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών