Τον καιρό που χτίζανε την Παναγία “Γλυκής” είχε διακόσιους μαστόρους και τα μάρμαρα τα βγάζανε με το καΐκι στη Χόϊκα κι απ' εκεί τα μεταφέρνανε γυναίκες – γερός κόσμος θα ήτανε. Όταν τελείωσε το μοναστήρι, οι μάστοροι δεν μπορούσαν να τα βάλουν το εν' πάνω στ' άλλο. Ένα μεσημέρι τρώγαν έξω κεί, έστειλαν ένα μικρό παιδί, για να πάρη το βαρέλι με το νερό, που 'ταν μέσ' στην εκκλησία. Τη στιγμή που πήγε ο μικρός βρήκε την Παναγία μέσα να σηκώνη τα μάρμαρα και βαστήξε το μικρό μέσα να τη βοηθήση. Ο μικρός δεν μπορούσε βέβαια να βοηθήση, αλλα η Παναγία τον εβάστηξε μέσα για να μη μάθουνε οι μαστόροι πως εκείνη τ' ανέβαζε μόνη της. Δεν θα 'θελε, φαίνεται, να φανερωθή στους μαστόρους. Μόλις τελείωσαν οι κολώνες ο ικρός πήρε το βαρέλι το νερό κ' έφυγε έξω. Ο αρχιμάστορος επειδής κι άργησεν ο μικρός του 'δωσε ένα μπάτσο και το χέρι του μόλις τον εχτύπησε το μικρό του έγινε πληγή. Διηγήθηκεν ο μικρός τι είδε μέσα στην εκκλησία και πήγανε όλοι οι μάστοροι μέσα στην εκκλησία και προσκύνησαν (είναι θαματουργή πολύ η Παναγία στην εκκλησία μας). Μόλις προσκύνησε ο αρχιμάστορας, που 'δωσε το μπάτσο στο μικρό, το χέρι του γέρεψε αμέσως. (Διηγείται ο Χαρίλαος Παπάς, ετων 27, της δ' δημοτ. Ο Χ. Παπάς ασκεί το επάγγελμα του γεωργού. Λέγει : “την άκουσα από τη γιαγιά μου που πέθανε το 1956, σε ηλικία 110 χρονών”
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών