Ήτανε μια ζαβή μέσ’ στο χωριό μας, αγαθός άθρωπος, κ’ επήαινε να βόσκη το ζώ τζη κ’ ήτανε ένα dρυδάκι (δρύς) εκεί κι απάνω στο dρύ ακάθουdανε ένα καλογεράκι. Ευτή εφοβηθήκανε και τση λέει : Μη φοβάσαι εγω είμ’ ο Άη Ρωμανός και να πής στο Χουζούρο – Κωσταdή ότι εβαρέθηκα να κάθωμαι εδώ πάνω, μόνον να μου κάμουνε εκκλησία. Εν έκαμαν τίποτα. Ύστερα ήστειλενε ο αδερφός μου λεφτά από τη Ρωσία, ‘ιατί τον είχενε παρακαλέσει τον Άη Ρωμανό να τονε βοηθήση να πιάση λεφτά και να του χτίση την εκκλησία. Εκεί που ανοίξανε τα θεμέλια ευρήκανε τα λειψανά dου. Το σώμα dου ήτανε ολόσωμα, εθάρρειες πως δεν ασάλεψενε καθόλου. Όλα τα κόκκαλα ήτανε ταιριασμένα. Όλα τα τροπάρια που λένε τση Παναγίας εβγαίνανε από το στόμα dου γραμμένα. Είναι τώρα εκεί εικόνα που βγαίνει μια κορδέλλα από το στόμα dου και τα γράφει απάνω.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών