Πριν χριστού πούταν όλοι Οβραίοι ήθελεν ο βασιλιάς να κάμουν ένα πύργο. Η δωδεκάδα είπε φέρουν όλα τα βιβλία πούχαν οι Οβραίοι. Στέρνει ανθρώπους να φέρουν τ' αρχαίαι τα βιβλία, τα τομαρίσια (από περγαμηνή), τα μαζώνουν στα σιντούκια. Μαζώνουνται να τα διαβάσουν τα βιβλία αυτά τα τομαρίσια, με το νύχι γραμμένα, μα που να ξέρουν! Λένε : βασιλέ μ', να φέρουμε ένα από να δάσκαλο. Στέρνουν χαμπέρι έρχουνται δώδεκα δασκάλοι, εκεί μέσα ήταν κι ο Συμεών. Τους βάζουν από ένα σε μια κάμαρα. Λέει ο ένας δάσκαλος οτι διάβασε στα βοβλία πως θαρθή ένας καιρός θα δεθή ο ντουνάς και θα ομιλάη με το σκοινί (ο τηλέγραφος). Αυτά έγραφε το ένα βιβλίο. Το άλλο οτι θα γίνη κατακλυσμός και το άλλο άλλα. Ο Συμεών στην κάμαρά του διάβασε πως η παρθένα θα γεννήση και παρθένα θα μείνη. Ύστανα τα σφάλουν και φεύγουν να πάν στο τόπο τους. Στη βάρκα, εκεί που πήγαιναν λέει ο Συμεών : τότε θα πιστέψω αν αυτό το δαχτυλίδι που θα ρίξω στη θάλασσα ξαναβρεθή, Στην ακροθαλασσιά βγήκαν να πάρουν ψάρια, παίρνουν και μέσα στα σκαρλούσα (βρόγχους) βρήκε το δαχτυλίδι. “Αλήθεια - λέει – θα είναι κι' αν δεν το πιάσω το παιδί δεν πεθαίνω!” κι' έτσι πέθανε αφού έζησε 800 χρόνια ο Συμεών. (Από Μαρίαν Κωστοπούλου εκ Σκαλοχωρίου, Τσουκαλοχώρι, από τους Βαλαάδες, έτσι ονομάζονται αυτά τα χωριά. Ήτο επί 12 έτη καλόγρια εις το μοναστήρι της Τσιούκας και την παράδοσιν αυτήν, όπως και άλλας είχεν ακούσει από τον ηγούμενο της Μονής).
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών