Μια ημέρα οι κάτοικοι του χωριού Μυλοποτάμου ήτανε μαζεμένοι εις τη Τσιγκούρα (μικρή πλατεία) του χωριού αλλά στεναχωριόντησαν που δεν είχαν νερό να πιούν. Τότε παρουσιάζεται ένας καλόγερος και τους λέει : - «Έλάτε εδώ να ιδήτε κρύο νερό που θε να πιήτε». Και πηγαίνει εκεί που είναι η βρύση, το Καμάρι, κτυπά με το ραβδί του το βράχο και αμέσως πετιέται νερό ποτάμι. Ο καλόγερος αυτός ήτανε ο Άγιος Σώστης. Οι κάτοικοι από ευγνωμοσύνη του έκτισαν εκεί ναό. Ο Άγιος Θεόδωρος (τοπικός άγιος των Κυθήρων) παρουσιάζεται ως καλόγερος εις τους εκ Μονεμβασιάς προσκυνητάς του ναού Σεργίου και Βάκχου, όπου ασκήτευσε, απέθανε και ετάφη, ο άγιος και λέει σ’ αυτούς : «Είπατε τω βασιλεί να μου κτίση ναό». Και πράγματι κατ’ εντολή του αυτοκράτορα Ρωμανού Β’ οι άρχοντες της Μονεμβασιάς έκτισαν εις αυτόν τον υπάρχοντα σήμερον ναόν. Η κερά Κυριακούλα μας διηγήθη δια τον Άγιο Φανούριο το εξής : Τις προάλλες η Κερά Καλλιόπη έχασε εκεί που έβοσκε τα ζώα της, το κλειδί του σπιτιού της. Το γύρευε πολλήν ώρα αλλά δεν τόβρισκε. Ήτανε βράδυ πλέον, έρχεται εις το σπίτι της κεράς Κυριακούλας, επήρε ένα φανάρι, επήρε και δυό ακόμη πρόσωπα μαζί της και επήγε εκεί που το ‘χασε,αλλα δεν τόβρισκαν. Της είπαν τότε τα άλλα πρόσωπα : «Δεν το ‘χασες εδώ». Εκείνη επέμενε ότι εκειά τόχασε. Τέλος στεναχωρημένη η Κερά Καλλιόπη λέει : «Άγιε Φανούριε φανερωσέ μου το κλειδί και να σου ανάψω ένα κερί για την ψυχή της μάνας σου. Και κάνει έτσι χάμω το χέρι της και βρίσκει το κλειδί. Την άλλη μέρα άναψε το κερί εις την εικόνα του Αγίου. Ο Άγιος Φανούριος είναι θαυμαστός, αλλά πρέπει να πή εκείνος που τον παρακαλεί, για την ψυχή της μάννας του Αγίου γιατί ήτανε αμαρτωλή και όχι για τον Άγιο, που δεν εέχει ανάγκη. Άλλα τάσσουν πίττα, να την κάμουν ότε την μοιράζουν εις τους εκκλησιαζομένους, είτε εις άλλην ώρα, που ορίζουν, ότε την μοιράζουν εις τους γείτονας. Άλλοι τάσσουν λειτουργία».
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών