Δεν ξέρω πια εποχή πέσανε οι Τούρκοι και θέλησε ο αγάς ιδώ να χαλάσ' το μαναστήρ' να φκεάξη ένα κάστρο. Πολεμούσε Σουλιώτις. Καλάει τον πρόεδρο του χωριού και του είπε να χαλάσουν το μαναστήρ' είδε εαν δεν το χαλάσουν θα ΄σφαζε όλους τους άντρες του χωριού. Μαζεύτηκαν όλοι οι χωριανοί, το βράδυ σ' ένα σπίτι, κρυφά βέβαια απ' τς τούρκ' και το αποφασίσανε οτι δεν το χαλάν το μαναστήρ' κι ας τους σφάξουνε. Και τη νύχτα το μαναστήρ' γκρεμίστ'κε μόνο του. Σ'κώνετ' ο αγάς το πρωί και το 'δε γκρεμισμένο. Είχε μια καμπάνα, λέγανε κ' ήταν ολόχρυση, ήταν απαγορευμένη να τη χτυπήσουν, γιατί όσες γυναίκες ήτανε στο μήνα τους αποβάλλανε. Κ' η καμπάνα το πρωί δεν ευρέθ' κι πού πήε, καθόλου δεν ξέρει κανένας βέβαια. (Την άκουσα από τη γιαγιά μου που πέθανε το 1956 σε ηλικία 110 χρόνων.).

Δεν ξέρω πια εποχή πέσανε οι Τούρκοι και θέλησε ο αγάς ιδώ να χαλάσ' το μαναστήρ' να φκεάξη ένα κάστρο. Πολεμούσε Σουλιώτις. Καλάει τον πρόεδρο του χωριού και του είπε να χαλάσουν το μαναστήρ' είδε εαν δεν το χαλάσουν θα ΄σφαζε όλους τους άντρες του χωριού. Μαζεύτηκαν όλοι οι χωριανοί, το βράδυ σ' ένα σπίτι, κρυφά βέβαια απ' τς τούρκ' και το αποφασίσανε οτι δεν το χαλάν το μαναστήρ' κι ας τους σφάξουνε. Και τη νύχτα το μαναστήρ' γκρεμίστ'κε μόνο του. Σ'κώνετ' ο αγάς το πρωί και το 'δε γκρεμισμένο. Είχε μια καμπάνα, λέγανε κ' ήταν ολόχρυση, ήταν απαγορευμένη να τη χτυπήσουν, γιατί όσες γυναίκες ήτανε στο μήνα τους αποβάλλανε. Κ' η καμπάνα το πρωί δεν ευρέθ' κι πού πήε, καθόλου δεν ξέρει κανένας βέβαια. (Την άκουσα από τη γιαγιά μου που πέθανε το 1956 σε ηλικία 110 χρόνων.).
see the original item page
in the repository's web site and access all digital files of the item*
use
the file or the thumbnail according to the license:
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Attribution-NonCommercial-NoDerivatives
CC_BY_NC_ND



Δεν ξέρω πια εποχή πέσανε οι Τούρκοι και θέλησε ο αγάς ιδώ να χαλάσ' το μαναστήρ' να φκεάξη ένα κάστρο. Πολεμούσε Σουλιώτις. Καλάει τον πρόεδρο του χωριού και του είπε να χαλάσουν το μαναστήρ' είδε εαν δεν το χαλάσουν θα ΄σφαζε όλους τους άντρες του χωριού. Μαζεύτηκαν όλοι οι χωριανοί, το βράδυ σ' ένα σπίτι, κρυφά βέβαια απ' τς τούρκ' και το αποφασίσανε οτι δεν το χαλάν το μαναστήρ' κι ας τους σφάξουνε. Και τη νύχτα το μαναστήρ' γκρεμίστ'κε μόνο του. Σ'κώνετ' ο αγάς το πρωί και το 'δε γκρεμισμένο. Είχε μια καμπάνα, λέγανε κ' ήταν ολόχρυση, ήταν απαγορευμένη να τη χτυπήσουν, γιατί όσες γυναίκες ήτανε στο μήνα τους αποβάλλανε. Κ' η καμπάνα το πρωί δεν ευρέθ' κι πού πήε, καθόλου δεν ξέρει κανένας βέβαια. (Την άκουσα από τη γιαγιά μου που πέθανε το 1956 σε ηλικία 110 χρόνων.).

Οικονομίδης, Δημήτριος Β.
Οικονομίδης, Δημήτριος Β. (EL)

Παραδόσεις

Θεσπρωτία, Σούλι, Γλυκύ


1958




Λ. Α. αρ. 2277 Α, σελ. 63, αρ. 12, Δημ. Β. Οικονομίδου, Γλυκύ Σουλίου, 1958

Text

Greek

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/4.0/deed.el

http://hdl.handle.net/20.500.11853/293195



*Institutions are responsible for keeping their URLs functional (digital file, item page in repository site)