Ο πρωτομάστορης είχε στείλει το gάλφα του να πάρη ένα σταφύλι, για να ζουλήξουνε, να λειτουργήσουνε dην εκκλησιά, αλλά η ρόγα να μην είναι κομμέν' απ' το σταφύλ'. Το λοιπόν πήρε το σταφύλ'. Έρχοντας στο δρόμο τον αντάμωσεν μια γυναίκα έγγυα. Του ζήτηξε μια ρόγα και της έδωσε. Άμα πήε στο μάστορη του είπεν : - Έτσι κι έτσι. Μια γυναίκα με αντάμωσε και μου ζήτηξς μια ρόγα, και τη λυπήθηκα και την έδωσα. Το λοιπόν πήγαν και βρήκαν dη γυναίκα και ο μάστορης dην έσφαξε. Και ύστερα την έσκισαν και βρήκαν dη ρόγα στου παιδιού dο στόμα. Κι έμεινεν η εκκλησία έπειτα έτσ'. Δε gαλοτελείωσε και δε λειτουργήθκε και μέχρι σήμερα λένε “Άη Γιάννης αλειτούργητος (πήα γώ μέσα). Οι Χαρές είναι όλες λόϋρα τυπωμένες στον ασβεστ'. Και στου Κλεάνθη του Κομνηνού η εκκλησία, το ομοίο ήταν κτισμένη.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών