Δυ' αδέλφεια ήσανε. Ήλος και Φέγγος πέρασ ένα δυό μήνες νέ. Ήλος ήτονε την ημέρα νε Φέγγος την νύχτα λέγανε Φέγγος του Ήλος «την νύχτα γύρες εσύ». Ήλος πα λέγεινε το Φεγγάρι «εσυ πας οι είσαι εσύ γυρές την νύχτα». Έναν ημέραν μάλλωναν για το γύρισμα φότι μαλόνηναι ήρθε 'ρεάστι μάννα του και ρώτησε τους για το ποιόν μαλόνειτε είπεν ο Ήλος. Ατός φότι ένι παιδί κι έθελει να γυρίση την νύχτα θέλει να γυρίση την ημέρα κι εγώ την νύχτα. «Εγώ κορίτσι είμαι φοβούμαι» είπε και μάννα τουν. «Τα παιδιά γυρίζουμε την νύχτα». «Αμ (είπεν Φέγγος) την νύχτα σκοτίαπολλά γίνεται. Εγώ ο φώς τη έχω να δώσω τι να ποίσω ;» Είπε και μάννα τουν. «Εγώ μαθίζω σε και δίγεις την νύχτα οφώ. Φοτί κομάται της ημέρας εγείνη κλέψε α σου ο δώ της». (Α.Α) [νέ = ούτε λ. Τούρ., οι = αγόρι, φότι = εν ώ, ρεάστι = έτυχε, φώς = φώς].
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών