Στο δρόμο που πάει απ' τον Πυθώνα στα Λευκάδια, κοντά στις Αμουδάρες και στην αριστερή γωνία μιας πέτρας που πιάνει όλο το πλάτος του δρόμου,είνι χτισμένο ένα μικρό εκκλησάι ενός περίπου τετραγωνικού μέτρου αφιερωμένο στον Άγιο Σπυρίδωνα. Η παράδοση αναφέρει πως κτίσθηκε το εκκλησάκι αυτό, για να εξιλεωθή ο άης Σπυρίδωνας, από την προσβολή που του έκανε ένας γεωργός Πυθωνούσης. Ήταν η μέρα της γιορτής του Άη Σπυρίδωνα. Όλοι στο χωριό πηγαίνανε στην εκκλησία, μόνο κείνος ο γεωργός πρωΐ πρωΐ, σαν νάταν καθημερινή, πήγαινε για το χωράφι να σπείρη. Μπροστά προχωρούσαν τα δυό βώδια, πίσ' αυτός με το μουλάρι, το άλετρο, το ζυγό, το τουβρακαί τ' άλλα πράμματα. Στα μισά του δρόμου απάντησε ένα κοντό άγνωστο γέρο, με σταχιά γενειάδα, κάππα που έφτανε ως τα γόνατα, στρογγυλό σκούφο και τραβούσε για το χωριό. Ο γεωργός αμέριμνος προχωρούσε. Ο άγνωστος γέρος τον καλημέρισε και τον ρωτά γιατί πάει στο χωράφι χρονιάρα μέρα χωρίς ν' αφίκη ν΄απολύκη, τουλάχιστον η εκκλησία. - Δεν ξέρεις πως σήμερα είνε τ' άη Σπυρίδωνα; - Το ξέρω... και γώ γι' αυτό σφυρίζω και πάω! ... Έτσι με ασέβεια μίλησε στο γέρο ο γεωργός, χωρίς να ξέρη με ποιόν έχει να κάνη και πήγε να προχωρήση. Μα ο άγιος δεν τον άφηκε. Έκανε το θάμμα του. Πρόσταξε και ο άνθρωπος και τα ζά και τ' αλέτρι και όλα τα πράματα να μαρμαρωθούν και να μείνουν εκεί που βρίσκονται. Έτσι και έγινε. Όλα μαρμαρωθήκανε και πιάστηκε όλο το πλάτος του δρόμου. Πάνω από το μνάρναρο σημειώθηκαν τ' αποτυπώματα των ποδιών των ζών, του ανθρώπου, του αλέτρου και του ζυγού. Οι Πυθωνούσοι τρομαγμένοι έκτισαν το εκκλησάκι εκείνο και από τότε λατρεύουνε τον Άη Σπυρίδωνα σαν προστάτη αγιό τους και κάθε χρόνο πανηγυρίζουνε την γιορτή του.Κάθε διαβάτης που περνά μπροστά στο εκκλησάκι του και κάτ' ανάγκη πρέπει να πατήση στη μεγάλη πέτρα με τα σημάδια για να περάση, συνέχεται από φόβο μη κι ο άη Σπυρίδωνας ξανακάνη το θάμμα του και τον μαρμαρώση κι αυτόν ή αφίση να ξεπεταχτούν τα μάρμαρωμένα ζά από τη γής που είναι χωμένα και βιαστικά κάνει το σταυρό του και διασκελίζει γρήγορα τη στοιχειωμένη πέτρα.

Στο δρόμο που πάει απ' τον Πυθώνα στα Λευκάδια, κοντά στις Αμουδάρες και στην αριστερή γωνία μιας πέτρας που πιάνει όλο το πλάτος του δρόμου,είνι χτισμένο ένα μικρό εκκλησάι ενός περίπου τετραγωνικού μέτρου αφιερωμένο στον Άγιο Σπυρίδωνα. Η παράδοση αναφέρει πως κτίσθηκε το εκκλησάκι αυτό, για να εξιλεωθή ο άης Σπυρίδωνας, από την προσβολή που του έκανε ένας γεωργός Πυθωνούσης. Ήταν η μέρα της γιορτής του Άη Σπυρίδωνα. Όλοι στο χωριό πηγαίνανε στην εκκλησία, μόνο κείνος ο γεωργός πρωΐ πρωΐ, σαν νάταν καθημερινή, πήγαινε για το χωράφι να σπείρη. Μπροστά προχωρούσαν τα δυό βώδια, πίσ' αυτός με το μουλάρι, το άλετρο, το ζυγό, το τουβρακαί τ' άλλα πράμματα. Στα μισά του δρόμου απάντησε ένα κοντό άγνωστο γέρο, με σταχιά γενειάδα, κάππα που έφτανε ως τα γόνατα, στρογγυλό σκούφο και τραβούσε για το χωριό. Ο γεωργός αμέριμνος προχωρούσε. Ο άγνωστος γέρος τον καλημέρισε και τον ρωτά γιατί πάει στο χωράφι χρονιάρα μέρα χωρίς ν' αφίκη ν΄απολύκη, τουλάχιστον η εκκλησία. - Δεν ξέρεις πως σήμερα είνε τ' άη Σπυρίδωνα; - Το ξέρω... και γώ γι' αυτό σφυρίζω και πάω! ... Έτσι με ασέβεια μίλησε στο γέρο ο γεωργός, χωρίς να ξέρη με ποιόν έχει να κάνη και πήγε να προχωρήση. Μα ο άγιος δεν τον άφηκε. Έκανε το θάμμα του. Πρόσταξε και ο άνθρωπος και τα ζά και τ' αλέτρι και όλα τα πράματα να μαρμαρωθούν και να μείνουν εκεί που βρίσκονται. Έτσι και έγινε. Όλα μαρμαρωθήκανε και πιάστηκε όλο το πλάτος του δρόμου. Πάνω από το μνάρναρο σημειώθηκαν τ' αποτυπώματα των ποδιών των ζών, του ανθρώπου, του αλέτρου και του ζυγού. Οι Πυθωνούσοι τρομαγμένοι έκτισαν το εκκλησάκι εκείνο και από τότε λατρεύουνε τον Άη Σπυρίδωνα σαν προστάτη αγιό τους και κάθε χρόνο πανηγυρίζουνε την γιορτή του.Κάθε διαβάτης που περνά μπροστά στο εκκλησάκι του και κάτ' ανάγκη πρέπει να πατήση στη μεγάλη πέτρα με τα σημάδια για να περάση, συνέχεται από φόβο μη κι ο άη Σπυρίδωνας ξανακάνη το θάμμα του και τον μαρμαρώση κι αυτόν ή αφίση να ξεπεταχτούν τα μάρμαρωμένα ζά από τη γής που είναι χωμένα και βιαστικά κάνει το σταυρό του και διασκελίζει γρήγορα τη στοιχειωμένη πέτρα.
see the original item page
in the repository's web site and access all digital files of the item*
use
the file or the thumbnail according to the license:
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Attribution-NonCommercial-NoDerivatives
CC_BY_NC_ND



Στο δρόμο που πάει απ' τον Πυθώνα στα Λευκάδια, κοντά στις Αμουδάρες και στην αριστερή γωνία μιας πέτρας που πιάνει όλο το πλάτος του δρόμου,είνι χτισμένο ένα μικρό εκκλησάι ενός περίπου τετραγωνικού μέτρου αφιερωμένο στον Άγιο Σπυρίδωνα. Η παράδοση αναφέρει πως κτίσθηκε το εκκλησάκι αυτό, για να εξιλεωθή ο άης Σπυρίδωνας, από την προσβολή που του έκανε ένας γεωργός Πυθωνούσης. Ήταν η μέρα της γιορτής του Άη Σπυρίδωνα. Όλοι στο χωριό πηγαίνανε στην εκκλησία, μόνο κείνος ο γεωργός πρωΐ πρωΐ, σαν νάταν καθημερινή, πήγαινε για το χωράφι να σπείρη. Μπροστά προχωρούσαν τα δυό βώδια, πίσ' αυτός με το μουλάρι, το άλετρο, το ζυγό, το τουβρακαί τ' άλλα πράμματα. Στα μισά του δρόμου απάντησε ένα κοντό άγνωστο γέρο, με σταχιά γενειάδα, κάππα που έφτανε ως τα γόνατα, στρογγυλό σκούφο και τραβούσε για το χωριό. Ο γεωργός αμέριμνος προχωρούσε. Ο άγνωστος γέρος τον καλημέρισε και τον ρωτά γιατί πάει στο χωράφι χρονιάρα μέρα χωρίς ν' αφίκη ν΄απολύκη, τουλάχιστον η εκκλησία. - Δεν ξέρεις πως σήμερα είνε τ' άη Σπυρίδωνα; - Το ξέρω... και γώ γι' αυτό σφυρίζω και πάω! ... Έτσι με ασέβεια μίλησε στο γέρο ο γεωργός, χωρίς να ξέρη με ποιόν έχει να κάνη και πήγε να προχωρήση. Μα ο άγιος δεν τον άφηκε. Έκανε το θάμμα του. Πρόσταξε και ο άνθρωπος και τα ζά και τ' αλέτρι και όλα τα πράματα να μαρμαρωθούν και να μείνουν εκεί που βρίσκονται. Έτσι και έγινε. Όλα μαρμαρωθήκανε και πιάστηκε όλο το πλάτος του δρόμου. Πάνω από το μνάρναρο σημειώθηκαν τ' αποτυπώματα των ποδιών των ζών, του ανθρώπου, του αλέτρου και του ζυγού. Οι Πυθωνούσοι τρομαγμένοι έκτισαν το εκκλησάκι εκείνο και από τότε λατρεύουνε τον Άη Σπυρίδωνα σαν προστάτη αγιό τους και κάθε χρόνο πανηγυρίζουνε την γιορτή του.Κάθε διαβάτης που περνά μπροστά στο εκκλησάκι του και κάτ' ανάγκη πρέπει να πατήση στη μεγάλη πέτρα με τα σημάδια για να περάση, συνέχεται από φόβο μη κι ο άη Σπυρίδωνας ξανακάνη το θάμμα του και τον μαρμαρώση κι αυτόν ή αφίση να ξεπεταχτούν τα μάρμαρωμένα ζά από τη γής που είναι χωμένα και βιαστικά κάνει το σταυρό του και διασκελίζει γρήγορα τη στοιχειωμένη πέτρα.

Παπανικολάου, Ζορμπάς
Παπανικολάου, Ζορμπάς (EL)

Παραδόσεις

Χίος, Βολισσός


1930




Λ. Α. αρ. 1134, Ζορμπάς Παπανικολάου, Βολισσός Χίου, 1930

Text

Greek




*Institutions are responsible for keeping their URLs functional (digital file, item page in repository site)