Η κουκουβάγια είναι γυναίκα.Αυτή ήτανε μια μάννα κι είχε εννιά υγιούς και μια κόρη και μια μέρα της ήρθε προξενειό από πολύ μακρυά τα ξένα,’’να δώσουνε την Αρετή,την ξακουσμένη κόρη.Ακολουθεί το άσμα του Νεκρού αδελφού καταταχθει και καταλήγει ούτω : - Ο Κώστας,Αρετούλα μου, ‘χτώ χρόνια πεθαμμένος,’’ Ετότες αγκαλιαστήκανε και οι δυό και ώχ!΄ώχ! καθώς εκάμανε, γενήκανε κουκουβάγιες.Παρακαλεστήκαν στον Θεό να τις κάνη κουκουβάγιες,να κλαίνε μέρα νύχτα. (κατετάχθη και είς τα άρματα)
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών