Μια φορά κ’έναν κιρό είχι μια μαστόρσα πρισσό χιγιανέτα κι χαμνή. Σ’αυτήν τη μαστόρσα δούλιβ’ένα μικρό κουρίτσ’μαθητρούδ’.Κατά λαχού του μαθητρούδ’ έχασ’ μια θηλειά μιτάξ’. Ίνκι του θάμμα πιά γι αυτό του μιτάξ’. Η μαστόρσα πέρασ’ του κουριτσ’ απ’ του σκυλιού τον gώλο. Του μάλλωσ’ πισρό, κι είπι του κουρίτσ’. Άφσε μι να παένου στου τσαρσί κι θα σ’ αγουράσου του μετάξ’ που έχασα. Πάϊσι, αγόρασ’ μι αθηλιά μιτάξ και την έφιρ τη μαστόρσατ’. Αυτή του είπι, «Ουργιασμένο ένα κι διεστραμμένου κόρτσαρου, δεν είνι αυτό του ρέγκ’, να πώς να πάρης άλλου. Ως δέκα φορές πάϊσι κι γύρισ’ του κουριτσ’ απ’ του τσαρσί κι όλου η μαστόρσατ δεν άρεζ’ του μετάξ’. Στατιλευταία πιά αγανάχτησι του κουρίτσ’, έβαλ’ απάν’ στη σφάητ’ τη θηλειά μι του μιτάξ κι είπι. «Θιέ μ’ κάμι μι ένα πουλί να πιτάξου να γλυτώσου απ’ αυτήν τη χαμνή τη μαστόρσα» Κι έτσ’ ίνκι του πουλί, η γκουργκούχτα στου λιμό τς, που ίνκι απ’ τη θηλειά του μιτάξ

Μια φορά κ’έναν κιρό είχι μια μαστόρσα πρισσό χιγιανέτα κι χαμνή. Σ’αυτήν τη μαστόρσα δούλιβ’ένα μικρό κουρίτσ’μαθητρούδ’.Κατά λαχού του μαθητρούδ’ έχασ’ μια θηλειά μιτάξ’. Ίνκι του θάμμα πιά γι αυτό του μιτάξ’. Η μαστόρσα πέρασ’ του κουριτσ’ απ’ του σκυλιού τον gώλο. Του μάλλωσ’ πισρό, κι είπι του κουρίτσ’. Άφσε μι να παένου στου τσαρσί κι θα σ’ αγουράσου του μετάξ’ που έχασα. Πάϊσι, αγόρασ’ μι αθηλιά μιτάξ και την έφιρ τη μαστόρσατ’. Αυτή του είπι, «Ουργιασμένο ένα κι διεστραμμένου κόρτσαρου, δεν είνι αυτό του ρέγκ’, να πώς να πάρης άλλου. Ως δέκα φορές πάϊσι κι γύρισ’ του κουριτσ’ απ’ του τσαρσί κι όλου η μαστόρσατ δεν άρεζ’ του μετάξ’. Στατιλευταία πιά αγανάχτησι του κουρίτσ’, έβαλ’ απάν’ στη σφάητ’ τη θηλειά μι του μιτάξ κι είπι. «Θιέ μ’ κάμι μι ένα πουλί να πιτάξου να γλυτώσου απ’ αυτήν τη χαμνή τη μαστόρσα» Κι έτσ’ ίνκι του πουλί, η γκουργκούχτα στου λιμό τς, που ίνκι απ’ τη θηλειά του μιτάξ
see the original item page
in the repository's web site and access all digital files of the item*
use
the file or the thumbnail according to the license:
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Attribution-NonCommercial-NoDerivatives
CC_BY_NC_ND



Μια φορά κ’έναν κιρό είχι μια μαστόρσα πρισσό χιγιανέτα κι χαμνή. Σ’αυτήν τη μαστόρσα δούλιβ’ένα μικρό κουρίτσ’μαθητρούδ’.Κατά λαχού του μαθητρούδ’ έχασ’ μια θηλειά μιτάξ’. Ίνκι του θάμμα πιά γι αυτό του μιτάξ’. Η μαστόρσα πέρασ’ του κουριτσ’ απ’ του σκυλιού τον gώλο. Του μάλλωσ’ πισρό, κι είπι του κουρίτσ’. Άφσε μι να παένου στου τσαρσί κι θα σ’ αγουράσου του μετάξ’ που έχασα. Πάϊσι, αγόρασ’ μι αθηλιά μιτάξ και την έφιρ τη μαστόρσατ’. Αυτή του είπι, «Ουργιασμένο ένα κι διεστραμμένου κόρτσαρου, δεν είνι αυτό του ρέγκ’, να πώς να πάρης άλλου. Ως δέκα φορές πάϊσι κι γύρισ’ του κουριτσ’ απ’ του τσαρσί κι όλου η μαστόρσατ δεν άρεζ’ του μετάξ’. Στατιλευταία πιά αγανάχτησι του κουρίτσ’, έβαλ’ απάν’ στη σφάητ’ τη θηλειά μι του μιτάξ κι είπι. «Θιέ μ’ κάμι μι ένα πουλί να πιτάξου να γλυτώσου απ’ αυτήν τη χαμνή τη μαστόρσα» Κι έτσ’ ίνκι του πουλί, η γκουργκούχτα στου λιμό τς, που ίνκι απ’ τη θηλειά του μιτάξ

Στεφανίδης, Κ.
Στεφανίδης, Κ. (EL)

Παραδόσεις

Φιλιππούπολη



Αρ. 336, σελ. 34, 3, Φιλιππούπολις, Στεφανίδης

Text

Greek




*Institutions are responsible for keeping their URLs functional (digital file, item page in repository site)