Στο μέγα, μώλος,κ στου Ταπιώτη είναι ένας αράπης κι έχει φλουριά τρείς αναπλιές και τα βγάνει κάθα ντίς και ντάι και τα λιάζει στο φεγγάρι. Μιαν κοπανιά ένας βοσκός επαράμινε τα οζά ντου στον Ανάβλοχο στο Βρυσίδι από πάνω, και θωρεί στου Ταπιώτη κι ελαμπύριζε απού ‘φεγγεν ο κόσμος γύρου γύρου. ‘’Μωρέ υντά ‘ναι που λαμπυρίζει εκέ πέρα και φέγγει όλος ο κόσμος! Να πάω θέλω ‘γω να δώ’’ Σηκώνεται και πάει στου Ταπιώτη και βρίσκει ‘ναν αράπη κι ήλιαζε τρείς αναπλιές φλουριά. Ο αράπης ωστό να τόνε δή του φωνιάζει Οπίσω! Οπίσω! Να κετονέ το μαστραπά να πα να μου φέρης νερό απού το Βρυσίδι.Στραβέ, πάτησε απάνω στα φλουριά.Ανίν επάθιενε όσα ‘θελα πατήση ήθελα του πομείνουνε, μόνο παίρνει το μαστραπά να πάη να γεμίση κι ωστό να γιαγείρη μου δ΄εκούστηκεν αράπης μουδ’ εκουστήκανε φλουριά. Επόμεινεν του μόνον ο μαστραπάς κι ήτονε χρυσός. (μώλος= πέτρα συμπαγής, Ταπιώτη= τοπωνύμιο, ντάι= απο τακρου εις τακρον, Ανάβλοχο= βουνό Β.Δ Λατσίδας)
This item is provided by the institution :
Academy of Athens
Repository :
Archives of Proverbs and Popular Legends of the Hellenic Folklore Research Centre, Academy of Athens