Ήτανε ένα κορίτσ’ ορφανό. Παντρεύτηκαν τ’ αδέρφια του κ’ έμεινε μόνο του στο σπίτι. Αναγκάστηκε να πάη στην αδερφή της να μένη κοντά στο γαμπρό της. Όταν πήγε εκεί ωνειρεύτηκε ότι πήγαν δυό στο προσκεφαλό τα’ και το λένε. Στη κάμαρα που κάθεσαι στο πρώτο σπίτι να σκάψης και θα βρής θησαυρό. Θα βρής μία τρίγωνη πέτρα με γράμματα πρώτα. ‘Όταν θα προχερώσης θα βρής ένα νόμισμα σα μεζίτι Τουρκικό. Σε άλλοι δέκα πόντι με δεκαπέντε θα βγη το καζάνι με το θησαυρό. Να μη φοβηθής, να πάς να σκάψης τα μεσάνυχτα. Το πρώτο βράδυ εφοβήθηκε να το πή σε κανένα, δεν το είπε. Κοιμήθηκε το δεύτερο βράδυ. Ξαναπήγανε και του λένε ο ένας αγριεμένος γιατί δεν πήγες. Θα πάς να βρής τα χρήματα. Το πρωί πάλι δεν το είπε αλλά σηκώθ’κε λίγο σα βασανισμένο. Το τρίτο βράδυ πάλι τα ίδια και του λ΄πεν να πάη. Ο ένας του ωμιλούσε με γλυκό τρόπο και ο άλλος άγρια. Όταν ξημέρωσε πήρε απόφασι να το μολοήση. Συγκεντρωθήκανε όλοι κ’ επήγανε κι αρχίσανε να σκάβουνε. Μόλις άρχισαν να σκάβουνε βρήκε το κοριτσί το πρώτο σημείο. Τη πήρε με το γκασμά και τη βάνει στο πλάι. Όταν βρήκε και το δεύτερο σημείο, το νόμισμα το πήρε στα χέρια και χωρίς να θέλη βγάζει μια φωνή και ακούστηκε ένας θόρυβος κ΄εχάθηκε ο θησαυρός. Το κορίτσι έμεινε σαν παράλυτο. Το πήραν αυτοί το πήγανε στο σπίτι παράλυτο. Καλέσανε γιατρούς κανείς δεν μπορούσε να κάμη τίποτα. Τους είπανε να βρούνε χοτζάδες, τούρκοι. Όπου φτάσανε σ’ένα χότζα και εθεράπεψε το κορίτσι. Λέει, εγώ θα σας μαζέψω και θ’αφίσετε εκεί όπως ήταν τα χρήματα και θα σας πάρω εγώ μια βραδυά να πάμε και θα βγάλωμε τα χρήματα. Μια βραδυά πήγε στο σπίτι τους ο Χότζας και τους λέει μπρός πάμε. Ήταν 9 η ώρα. Λέει πως θα πάμε. Θα μας ακούσουν. Λέει αυτός πήγαινε πάρε ένα μαντήλι χώμα. Πήγε ο ένας έφερε το μαντήλι το χώμα το διαβάζει αυτός και λέει πάρτο και πήγαινε σ’όλα τα γειτονικά σπίτια και ρίξε από μια χούφτα στα κεραμίδια. Πήγε αυτός το ‘ρριξε κ’ εγύρισε. Τους λέει εμπρός πάμε. Αυτοί τώρα δεν ακούν τίποτα. Πήγανε αυτοί άρχισε να σκάβη το κορίτσι. Ευρήκε τα σημεία πάλι στη θέσι τους. Έφτασε πλέον στο καπάκι του καζανιού. Όταν έφτασ’ εκεί το πήρε μια τρεμούλα και πάλι φώναξε. Πάλι ακούστηκε θόρυβος όπου τα λεφτά εξαφανίστηκαν κ’ έγιναν κάρβουνα. Ανοίγουν το καπάκι και βρίσκουν αντί χρήματα κάρβουνα. Το κορίτσι μένει ολωσδιόλου παισμένο. Το κορίτσι πέθανε. (Το έχει μάθει από ένα γέρο 80 χρονών το 1922-23. Αυτός κατήγετο από την περιφέρειαν Σηλυβρίας της Τουρκίας.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών