Στην αμμουδιά, στη θέσι Μεσαχτή, στο Γιαλισκάρι, έπαρχε παλαιά στοιχειό. Το βλέπανε πολλοί. Ο παππούς μου μια φορά του εστείλανε ανήμερα του Χριστού, βράδυ, στα βουτήματα του ηλίου, να πάη να πάρη ένα κομμάτι τσιρά (=δαδί) για να πάνε στο Παρουφάνι (=πυροφάνι στην ακροθαλασιά δια το ψάρεμα). Όταν έψαχε να βρή το δαδί, δεν το ‘βρισκε. Έτσι εβλαστήμα. Εν τω μεταξύ έπιασε νύχτα. Τότε του παρουσιάστηκε ένας καμπάς (κουβέρτα από τρίχα αιγών) και τον μουντέρει (=επιτίθεται). Ο παππούς μου επάλευε με τον καμπά όλη νύχτα. Τον τραβούσε προς τη θάλασσα να τον πνίξη, αλλά ήταν παλληκάρι. Τελευταία ο παππούς μου είχε κουραστή. Ο παππούς μου εκρατούσε κι ένα ραβδί κ’είχε σταυρό απάνω, και του το πήρε ο καμπάς και του το πέταξε μακρυά. Ύστερα τον πήρε τον παππού μου ο ύπνος και στον ύπνο του φάνηκε ότι ήρθε ένας Νικόλας και του κούντησε την πλάτη και του λέει ‘’σήκω πάνω’’. Έμεινε πολύν καιρόν, έξε μήνες, άρρωστος.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών