Μια φρουρά ήτανε η ‘μέρα που γεννιούντανε οι Χριστούς. Το βράδυ είχαμε συναχθή στην πλατεία όλοι οι παπούδες και λέγαμε πολλά παλιά. Τότες ου παπούς μου ήτανε 102 ετών. Μας έλεγε ότι ‘όταν ήτανε μικρό παιδί χρόνια τώρα πολλά είδανε κατά το ηλιοβασίλεμα μέσα στο χωριό εκεί που καθόμαστε εμείς μια συνοδειά. Ήτανε κάτι μικροί άνθρωποι με μακρυά ουρά με μεγάλα αυτιά αδύνατοι αχαμνοί και μικροί στο σώμα σα κείνα τα παιδιά που γεννιούνται. Εκρατούσαν στα χίρια τα όλοι τα από ‘να ραβδί. Οι τελευταίος είχε κάτι κι σφίριζε. Όλοι μαζί ίλιγαν τραούδια. Όλοι εμείνανε ακίνητοι και σταματήσαμι να συζητάμε. Αυτοί έκαναν πουλλές φορές στράτες μέχρι που ‘νας κάτι υπουψιάστικε κακό σα να ‘ναι κι έκαμι του σταυρού του και άρχισε απού μέσα σιγά του ‘’πιστεύω’’. Μετά όλα μας αρχινίσαμι του ‘’πιστεύω’’ σα κάποιος να μας το ‘πε. Τότις αυτοί που κάναν τσι βόλτες εφύγασι αφού ου αρχηγούς τους έβγαλι μια πουλύ δυνατή σφυριξιά. Επήγαμι κι είδαμι κι που πιρπατούσα χάμου ήσαν ακαθαρσίες και μύριζαν άσκημα σα του σκύλου. Αυτοί που τα καναν αυτά ήσανε οι σατανάδες που έρχονται μόλις μαθαίνουνε ότι γεννήθηκε ο Χριστός. Τις ημέρες αυτίς είναο όλα ανοιχτά κι πρίπει να προσέχη κανένας.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών