Μια φορά ένας πήγε στη bάνα νύχτα, να ταίς τα βόδια τα στο dάμ’ και βρήκε ένα Σκαλλιτσάγκαρο κι αυτός τον έπιαναν σε κείνο το σκαλιτσάγκαρο, τον επήγε μέσα στο σπίτ’, τον έδωκε ένα κόσκινο, να μετράη ως το πρωί τις τρύπες. Αυτός μετρούσε κι έλεγε : -Ώ, γαμώ, το χασα! Ώ, γαμώ, τόχασα! Αυτό ως το πρωί-ύστερα, άμα ξημέρωσε τόνε γνώρισε. –Ήταν από κεί, πατριώτς. Αλλά ήθελαν να πούν εκείνα τα χρόνια, όποιος γεννιότανε μέσ’ στα δωδεκάμερα, γέντανε σκαλτσάγκαρος. Εκείνα τα χρόνια αυτοί οι σκαλτσάγκαροι άμα εύρισκαν κανένα, τόνε φορτώναν στο νώμο και τον έdρεχαν στα νερά, εδώ κι’εκεί, στη θάλασσα, πηγάδια. Άνε λαλούσαν οι πετεινοί, τον άφηνε όπου βρισκούνταν κι έφευγαν αυτοί. (dάμ=αχούρι)
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών