Οι Καλλικάντζαροι δεν φοβούνται μόνον τους ιερείς και τα κακόμενα δρύινα ξύλα, αλλά και τον χαμωλιού λεγόμενον. Είνε δε ούτος ρίξας ζυλώδεις είδους αγρίας ακάνθης, κατά τινάς μένει νεραγκάθι καλουμένης κατ’άλλους δε αγριαγγινάρας. Τους ρίζους ταύτας εξάγοντες εκ του εδάφους θέτουσιν όπισθεν της θύρας του οίκου, ίνα δια της οσμής αποδιώκουνται οι Καλλικάντζαροι από τούτου. Τούτο δε κάμνουσι την αμέσως προηγουμένην ημέραν της του Χριστού γεννήσεως και τσι δια τηρούσι του χαμωλιού μέχρι της των θεοφανείων εορτής, οπότε και φεύγουσιν οι Καλλικάντζαροι το ότι επιστεύετο ότι η ορμή του χαμωλιού ήτο ικανή να διώξη τους κακούς τούτους δαίμονας, μαρτυρούσιν οι δύο πρώτοι στίχοι, ενός σχετικού ποιήματος, τους οποίους μόνους κατώρθωσε να διατηρήση εν τη μνήμη αυτής η γραία Χρυσάνθη Δ. Τσίριμπα-Χαμωλιός μυρίζει εδώ να χαθή τέτοιο χωριό. Την στάχτην την δωδεκαημερήτικην δα την χρησιμοποιούσιν εις πλύσιν των ενδυμάτων, διότι οι ενδυόμενοι κατόπιν τα ενδύματα αυτά θα αποκτήσωσι καλλικαντζορόψειρες ή διαβολόψειρες, κοινώς λέγόμενες, επειδή την στάχτην αυτήν ουρούσι, εις ελέχθη προηγουμένως οι Καλλικάντζαροι.
This item is provided by the institution :
Academy of Athens
Repository :
Archives of Proverbs and Popular Legends of the Hellenic Folklore Research Centre, Academy of Athens