Στα Λιάδια (ανατολ.) εμαντιναΐζαν οι καλομοίρες ‘κει κοντά σ’ ένα σπηλάδι (= εκεί που μένουν στις εξοχές οι αθρώποι αυτά είναι χαμηλά) μέσα στο σπηλάδι όπως εκοιμώντο οι αθρώποι ακούσαν θόρυβο, εχορεύγαν οι καλομοίρες. Η γεναίκα εφοάτο πολύ ο άντρας λέει: γεναίκα εγώ θ’ ανοίξω την πόρτα ‘α ‘δω είνται γίνεται όξω, είντα ‘ναι αυτά που ‘κούονται. Έ, που σανταλαχίστη η πόρτα αυτές (οι καλομοίρες) εφοήθησαν και φύαν. Μια απ’ όλες τις καλομοίρες είχε και το παιΐν της κρεμασμένο σ’ ένα gλάο (κλάδο), ήτο κρεμασμένο από τον gλάο γιατί ήτο μέσα στο ανέμα (σαν ταγάρι) κι ήτο κρεμασμένο από τα κρούτσια (χέρια) κι αυτή α’ό το φόον της έφυε και το ‘φησε. Ο άντρας το ‘πιασε το παΐ και το ‘βάλε στο ντουφέκι του, το κρέμασε και ύστερα από κάμποση ώρα έρκετο στο χωριό ‘α φέρη το παιΐ της καλομοίρας. Μόλις ανέβη και ήρτε στο χωριό πάνω που ξημέρωνε εμπαίναν κι οι καλομοίρες στο χωριό και τότε αυτός κατάλαβε ένα φύσημα, κ’ εχάθη το παιΐ, ήτο η καλομοίρα που ‘ρτε κ(αι) επήρε το παιΐν της.
This item is provided by the institution :
Academy of Athens
Repository :
Archives of Proverbs and Popular Legends of the Hellenic Folklore Research Centre, Academy of Athens