Στα Λιάδια (ανατολ.) εμαντιναΐζαν οι καλομοίρες ‘κει κοντά σ’ ένα σπηλάδι (= εκεί που μένουν στις εξοχές οι αθρώποι αυτά είναι χαμηλά) μέσα στο σπηλάδι όπως εκοιμώντο οι αθρώποι ακούσαν θόρυβο, εχορεύγαν οι καλομοίρες. Η γεναίκα εφοάτο πολύ ο άντρας λέει: γεναίκα εγώ θ’ ανοίξω την πόρτα ‘α ‘δω είνται γίνεται όξω, είντα ‘ναι αυτά που ‘κούονται. Έ, που σανταλαχίστη η πόρτα αυτές (οι καλομοίρες) εφοήθησαν και φύαν. Μια απ’ όλες τις καλομοίρες είχε και το παιΐν της κρεμασμένο σ’ ένα gλάο (κλάδο), ήτο κρεμασμένο από τον gλάο γιατί ήτο μέσα στο ανέμα (σαν ταγάρι) κι ήτο κρεμασμένο από τα κρούτσια (χέρια) κι αυτή α’ό το φόον της έφυε και το ‘φησε. Ο άντρας το ‘πιασε το παΐ και το ‘βάλε στο ντουφέκι του, το κρέμασε και ύστερα από κάμποση ώρα έρκετο στο χωριό ‘α φέρη το παιΐ της καλομοίρας. Μόλις ανέβη και ήρτε στο χωριό πάνω που ξημέρωνε εμπαίναν κι οι καλομοίρες στο χωριό και τότε αυτός κατάλαβε ένα φύσημα, κ’ εχάθη το παιΐ, ήτο η καλομοίρα που ‘ρτε κ(αι) επήρε το παιΐν της.

Στα Λιάδια (ανατολ.) εμαντιναΐζαν οι καλομοίρες ‘κει κοντά σ’ ένα σπηλάδι (= εκεί που μένουν στις εξοχές οι αθρώποι αυτά είναι χαμηλά) μέσα στο σπηλάδι όπως εκοιμώντο οι αθρώποι ακούσαν θόρυβο, εχορεύγαν οι καλομοίρες. Η γεναίκα εφοάτο πολύ ο άντρας λέει: γεναίκα εγώ θ’ ανοίξω την πόρτα ‘α ‘δω είνται γίνεται όξω, είντα ‘ναι αυτά που ‘κούονται. Έ, που σανταλαχίστη η πόρτα αυτές (οι καλομοίρες) εφοήθησαν και φύαν. Μια απ’ όλες τις καλομοίρες είχε και το παιΐν της κρεμασμένο σ’ ένα gλάο (κλάδο), ήτο κρεμασμένο από τον gλάο γιατί ήτο μέσα στο ανέμα (σαν ταγάρι) κι ήτο κρεμασμένο από τα κρούτσια (χέρια) κι αυτή α’ό το φόον της έφυε και το ‘φησε. Ο άντρας το ‘πιασε το παΐ και το ‘βάλε στο ντουφέκι του, το κρέμασε και ύστερα από κάμποση ώρα έρκετο στο χωριό ‘α φέρη το παιΐ της καλομοίρας. Μόλις ανέβη και ήρτε στο χωριό πάνω που ξημέρωνε εμπαίναν κι οι καλομοίρες στο χωριό και τότε αυτός κατάλαβε ένα φύσημα, κ’ εχάθη το παιΐ, ήτο η καλομοίρα που ‘ρτε κ(αι) επήρε το παιΐν της.
δείτε την πρωτότυπη σελίδα τεκμηρίου
στον ιστότοπο του αποθετηρίου του φορέα για περισσότερες πληροφορίες και για να δείτε όλα τα ψηφιακά αρχεία του τεκμηρίου*
χρησιμοποιήστε
το αρχείο ή την εικόνα προεπισκόπησης σύμφωνα με την άδεια χρήσης :
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα
CC_BY_NC_ND



Στα Λιάδια (ανατολ.) εμαντιναΐζαν οι καλομοίρες ‘κει κοντά σ’ ένα σπηλάδι (= εκεί που μένουν στις εξοχές οι αθρώποι αυτά είναι χαμηλά) μέσα στο σπηλάδι όπως εκοιμώντο οι αθρώποι ακούσαν θόρυβο, εχορεύγαν οι καλομοίρες. Η γεναίκα εφοάτο πολύ ο άντρας λέει: γεναίκα εγώ θ’ ανοίξω την πόρτα ‘α ‘δω είνται γίνεται όξω, είντα ‘ναι αυτά που ‘κούονται. Έ, που σανταλαχίστη η πόρτα αυτές (οι καλομοίρες) εφοήθησαν και φύαν. Μια απ’ όλες τις καλομοίρες είχε και το παιΐν της κρεμασμένο σ’ ένα gλάο (κλάδο), ήτο κρεμασμένο από τον gλάο γιατί ήτο μέσα στο ανέμα (σαν ταγάρι) κι ήτο κρεμασμένο από τα κρούτσια (χέρια) κι αυτή α’ό το φόον της έφυε και το ‘φησε. Ο άντρας το ‘πιασε το παΐ και το ‘βάλε στο ντουφέκι του, το κρέμασε και ύστερα από κάμποση ώρα έρκετο στο χωριό ‘α φέρη το παιΐ της καλομοίρας. Μόλις ανέβη και ήρτε στο χωριό πάνω που ξημέρωνε εμπαίναν κι οι καλομοίρες στο χωριό και τότε αυτός κατάλαβε ένα φύσημα, κ’ εχάθη το παιΐ, ήτο η καλομοίρα που ‘ρτε κ(αι) επήρε το παιΐν της.

Παπαμιχαήλ, Άννα Ι.
Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (EL)

Παραδόσεις

Νίσυρος, Νικειά


1964




Λ. Α. αρ. 2892, σελ. 272 – 274, Άννης Ιω. Παπαμιχαήλ, Νικειά Νισύρου Δωδεκανήσου, 1964

Κείμενο/PDF

Ελληνική γλώσσα

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/4.0/deed.el

http://hdl.handle.net/20.500.11853/295447



*Η εύρυθμη και αδιάλειπτη λειτουργία των διαδικτυακών διευθύνσεων των συλλογών (ψηφιακό αρχείο, καρτέλα τεκμηρίου στο αποθετήριο) είναι αποκλειστική ευθύνη των φορέων περιεχομένου.