Μια την είχαμε μαμμή στο χωριό κ’ ήρταν δυό ανεράες κ’ ένας άντρας και την επήραν στην Τραχιά (ανατ.) κ(αι) επήραν τη μαμμή και λευτέρωσε την ανερά σε μια κύφη (=σπιτάκια με ξερολίθους). Η μαμμή εφόρε μια πο(γ)ιά (=ποδιά) και της έδωσε κρομμύδα ήρτε η μαμμή εις την όξω Τραχιά και είπε: Κρομμύδια θα παίρω και τα πέταξε. Εμπλέξαν μερικά στην ποϊά της. Ήρτε στο χωριό και εί(δ)ε αυτά που ‘πομείναν και ήτο φουντουκλιά (=φλουριά) κι αϊκωσταντινάτα. Άμα ξημέρωσε έστρεψε στην Τραχιά να τα ‘βρη αλλά δεν τα βρε. Το πρωΐ μας τα ‘πε ότι: οψαρκά (εχθές αργά την νύκτα) με πήραν στην Τραχιά οι ανεράες και λευτέρωσα μιαν ανερά και μου ‘ιμώσαν την ποϊά μου κρομμυδόφυλλα ‘(γ)ω τα πέταξα στην όξω Τραχιά και ‘κείνα που ΄μείναν στην ποδιά μου ήτο φουντουκλιά (= είδος νομίσματος) κι αϊκωσταντινάτα.

Μια την είχαμε μαμμή στο χωριό κ’ ήρταν δυό ανεράες κ’ ένας άντρας και την επήραν στην Τραχιά (ανατ.) κ(αι) επήραν τη μαμμή και λευτέρωσε την ανερά σε μια κύφη (=σπιτάκια με ξερολίθους). Η μαμμή εφόρε μια πο(γ)ιά (=ποδιά) και της έδωσε κρομμύδα ήρτε η μαμμή εις την όξω Τραχιά και είπε: Κρομμύδια θα παίρω και τα πέταξε. Εμπλέξαν μερικά στην ποϊά της. Ήρτε στο χωριό και εί(δ)ε αυτά που ‘πομείναν και ήτο φουντουκλιά (=φλουριά) κι αϊκωσταντινάτα. Άμα ξημέρωσε έστρεψε στην Τραχιά να τα ‘βρη αλλά δεν τα βρε. Το πρωΐ μας τα ‘πε ότι: οψαρκά (εχθές αργά την νύκτα) με πήραν στην Τραχιά οι ανεράες και λευτέρωσα μιαν ανερά και μου ‘ιμώσαν την ποϊά μου κρομμυδόφυλλα ‘(γ)ω τα πέταξα στην όξω Τραχιά και ‘κείνα που ΄μείναν στην ποδιά μου ήτο φουντουκλιά (= είδος νομίσματος) κι αϊκωσταντινάτα.
see the original item page
in the repository's web site and access all digital files of the item*
use
the file or the thumbnail according to the license:
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Attribution-NonCommercial-NoDerivatives
CC_BY_NC_ND



Μια την είχαμε μαμμή στο χωριό κ’ ήρταν δυό ανεράες κ’ ένας άντρας και την επήραν στην Τραχιά (ανατ.) κ(αι) επήραν τη μαμμή και λευτέρωσε την ανερά σε μια κύφη (=σπιτάκια με ξερολίθους). Η μαμμή εφόρε μια πο(γ)ιά (=ποδιά) και της έδωσε κρομμύδα ήρτε η μαμμή εις την όξω Τραχιά και είπε: Κρομμύδια θα παίρω και τα πέταξε. Εμπλέξαν μερικά στην ποϊά της. Ήρτε στο χωριό και εί(δ)ε αυτά που ‘πομείναν και ήτο φουντουκλιά (=φλουριά) κι αϊκωσταντινάτα. Άμα ξημέρωσε έστρεψε στην Τραχιά να τα ‘βρη αλλά δεν τα βρε. Το πρωΐ μας τα ‘πε ότι: οψαρκά (εχθές αργά την νύκτα) με πήραν στην Τραχιά οι ανεράες και λευτέρωσα μιαν ανερά και μου ‘ιμώσαν την ποϊά μου κρομμυδόφυλλα ‘(γ)ω τα πέταξα στην όξω Τραχιά και ‘κείνα που ΄μείναν στην ποδιά μου ήτο φουντουκλιά (= είδος νομίσματος) κι αϊκωσταντινάτα.

Παπαμιχαήλ, Άννα Ι.
Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (EL)

Παραδόσεις

Δωδεκάνησα, Χάλκη


1964




Λ. Α. αρ. 2892, σελ. 27, Άννης Ιω. Παπαμιχαήλ, Χάλκη Δωδεκανήσου, 1964

Text

Greek




*Institutions are responsible for keeping their URLs functional (digital file, item page in repository site)