Μια την είχαμε μαμμή στο χωριό κ’ ήρταν δυό ανεράες κ’ ένας άντρας και την επήραν στην Τραχιά (ανατ.) κ(αι) επήραν τη μαμμή και λευτέρωσε την ανερά σε μια κύφη (=σπιτάκια με ξερολίθους). Η μαμμή εφόρε μια πο(γ)ιά (=ποδιά) και της έδωσε κρομμύδα ήρτε η μαμμή εις την όξω Τραχιά και είπε: Κρομμύδια θα παίρω και τα πέταξε. Εμπλέξαν μερικά στην ποϊά της. Ήρτε στο χωριό και εί(δ)ε αυτά που ‘πομείναν και ήτο φουντουκλιά (=φλουριά) κι αϊκωσταντινάτα. Άμα ξημέρωσε έστρεψε στην Τραχιά να τα ‘βρη αλλά δεν τα βρε. Το πρωΐ μας τα ‘πε ότι: οψαρκά (εχθές αργά την νύκτα) με πήραν στην Τραχιά οι ανεράες και λευτέρωσα μιαν ανερά και μου ‘ιμώσαν την ποϊά μου κρομμυδόφυλλα ‘(γ)ω τα πέταξα στην όξω Τραχιά και ‘κείνα που ΄μείναν στην ποδιά μου ήτο φουντουκλιά (= είδος νομίσματος) κι αϊκωσταντινάτα.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών