Ήdαν ένας Χριστιανός μ’ ένα άλογο καλό και πήγε σ’ ένα χωριό, Ντιρελή. Έμεινε κει πέρα γκέτσκα. Πήγι κει για μέλιτα. Τον νεγκάζανε οι Τούρκ’ στο χωριό: Μείνε, μείνε. Αυτός δεν ήθελε, έφ’γε. Στη μεσαρία του δρόμ’ είχι σ’ ένα μέρος bουνάρ’ κι πλατάνια. Άμα είχι καμμιά σαραdαριά βήματα ως το bουνάρ’, τ’ άλογο αρχίν΄σι κι χτυπούσι τα ρ’θούνια τ’. Αυτός χτυπά, τ’ άλογο δεν πάει. Ξαναχτυπά και πάει τ’ άλογο. Μόλις έφτασε στο bουνάρ’, είδι ένα gύκλο γυναίκες παρία είχανη, γλενdίζανι πλάϊ στο νερό κι τρώγανι κι ζευκίζανι. Με τη φασαρία τη θ΄κή τς δεν dον είδανι. Τ’ άλογο προχώρησι bροστά. Μα μια γύρ’σε κι τον είδε. – Δε μας καταδέχισι να μας χαιρετήσ’ς; τον λέει – Κι τρέχ’ σαν αέρας κι κάθιτι πίσω στ’ άλογο κι τον αγκάλιασι έτσι. Τ’ άλογο στενοχωρέθ’κε πολύ. Ο ιδρώς έτρεχεν απάνωθέ τ’. Έπλεψε. Άμα κόνdιβι να bη στη Χώρα, τον άφσι κι λέει. – Ιγώ πειά δε θα σ’ αφήσω να ζήσ’ς πολύ. Θα σι τυραγνήσου. Πααίνει τον ήυρισκε πάντα. Με το συμbάθειο, πλαγιάζι κι μαζί τ’. Μέρα μι την ημέρα κείνος έλυωνι. Μα δεν bόρεγε να ξεκόψ’. Όπου πάγαινε, τον ηύρισκε. Στα δυο τα χρόνια ήταν ακόμα στο πόδ’. Στα τρία έπεσε στο στρώμα. Αυτήνη από κοντά. Σήμερα πεθαίνει, αύριο πεθαίνει, ούλο έτσι λεγαμι. Μα δεν ηξαίραμε τι έχει. Κάποιος ύστερα του είπε κι τούπε το μυστικό. Έτσι κι έτσι, μαθέ. – Μπορεί να γλυτώσ’ς. του λέει κείνος, μ’ ένα πράμα. Τον καιρό του Πάσχα, πριν ν’ανεστήσουνι, θα πας στην εκκλησία. Αυτήνη θα νέιναι στο παράθυρο τα’ ακκλησιάς, γιατί μέσα δεν μπορεί να μπή. Εσύ θα είσαι χωριστά της την ώρα π’ θάνα λέει το Ευαγγέλιο, bροτού ν’αναστήσ’. Έγινε λοιπόν έτσι. Κείν’ dη στιγμή έβγαλε κείνη μια φωνή απ’ το παράθυρο. – Ε, τώρα μι πέθανες- είπε. Κι έφυγε. Κι έσασε πειά αυτός. Ύστερα μας ήλεγε την ιστορία. Όμορφη, λέει, ήτανε. Δε γίνετ’ ωραιότερη. Μα με τυραγνούσε.

Ήdαν ένας Χριστιανός μ’ ένα άλογο καλό και πήγε σ’ ένα χωριό, Ντιρελή. Έμεινε κει πέρα γκέτσκα. Πήγι κει για μέλιτα. Τον νεγκάζανε οι Τούρκ’ στο χωριό: Μείνε, μείνε. Αυτός δεν ήθελε, έφ’γε. Στη μεσαρία του δρόμ’ είχι σ’ ένα μέρος bουνάρ’ κι πλατάνια. Άμα είχι καμμιά σαραdαριά βήματα ως το bουνάρ’, τ’ άλογο αρχίν΄σι κι χτυπούσι τα ρ’θούνια τ’. Αυτός χτυπά, τ’ άλογο δεν πάει. Ξαναχτυπά και πάει τ’ άλογο. Μόλις έφτασε στο bουνάρ’, είδι ένα gύκλο γυναίκες παρία είχανη, γλενdίζανι πλάϊ στο νερό κι τρώγανι κι ζευκίζανι. Με τη φασαρία τη θ΄κή τς δεν dον είδανι. Τ’ άλογο προχώρησι bροστά. Μα μια γύρ’σε κι τον είδε. – Δε μας καταδέχισι να μας χαιρετήσ’ς; τον λέει – Κι τρέχ’ σαν αέρας κι κάθιτι πίσω στ’ άλογο κι τον αγκάλιασι έτσι. Τ’ άλογο στενοχωρέθ’κε πολύ. Ο ιδρώς έτρεχεν απάνωθέ τ’. Έπλεψε. Άμα κόνdιβι να bη στη Χώρα, τον άφσι κι λέει. – Ιγώ πειά δε θα σ’ αφήσω να ζήσ’ς πολύ. Θα σι τυραγνήσου. Πααίνει τον ήυρισκε πάντα. Με το συμbάθειο, πλαγιάζι κι μαζί τ’. Μέρα μι την ημέρα κείνος έλυωνι. Μα δεν bόρεγε να ξεκόψ’. Όπου πάγαινε, τον ηύρισκε. Στα δυο τα χρόνια ήταν ακόμα στο πόδ’. Στα τρία έπεσε στο στρώμα. Αυτήνη από κοντά. Σήμερα πεθαίνει, αύριο πεθαίνει, ούλο έτσι λεγαμι. Μα δεν ηξαίραμε τι έχει. Κάποιος ύστερα του είπε κι τούπε το μυστικό. Έτσι κι έτσι, μαθέ. – Μπορεί να γλυτώσ’ς. του λέει κείνος, μ’ ένα πράμα. Τον καιρό του Πάσχα, πριν ν’ανεστήσουνι, θα πας στην εκκλησία. Αυτήνη θα νέιναι στο παράθυρο τα’ ακκλησιάς, γιατί μέσα δεν μπορεί να μπή. Εσύ θα είσαι χωριστά της την ώρα π’ θάνα λέει το Ευαγγέλιο, bροτού ν’αναστήσ’. Έγινε λοιπόν έτσι. Κείν’ dη στιγμή έβγαλε κείνη μια φωνή απ’ το παράθυρο. – Ε, τώρα μι πέθανες- είπε. Κι έφυγε. Κι έσασε πειά αυτός. Ύστερα μας ήλεγε την ιστορία. Όμορφη, λέει, ήτανε. Δε γίνετ’ ωραιότερη. Μα με τυραγνούσε.
δείτε την πρωτότυπη σελίδα τεκμηρίου
στον ιστότοπο του αποθετηρίου του φορέα για περισσότερες πληροφορίες και για να δείτε όλα τα ψηφιακά αρχεία του τεκμηρίου*
χρησιμοποιήστε
το αρχείο ή την εικόνα προεπισκόπησης σύμφωνα με την άδεια χρήσης :
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα
CC_BY_NC_ND



Ήdαν ένας Χριστιανός μ’ ένα άλογο καλό και πήγε σ’ ένα χωριό, Ντιρελή. Έμεινε κει πέρα γκέτσκα. Πήγι κει για μέλιτα. Τον νεγκάζανε οι Τούρκ’ στο χωριό: Μείνε, μείνε. Αυτός δεν ήθελε, έφ’γε. Στη μεσαρία του δρόμ’ είχι σ’ ένα μέρος bουνάρ’ κι πλατάνια. Άμα είχι καμμιά σαραdαριά βήματα ως το bουνάρ’, τ’ άλογο αρχίν΄σι κι χτυπούσι τα ρ’θούνια τ’. Αυτός χτυπά, τ’ άλογο δεν πάει. Ξαναχτυπά και πάει τ’ άλογο. Μόλις έφτασε στο bουνάρ’, είδι ένα gύκλο γυναίκες παρία είχανη, γλενdίζανι πλάϊ στο νερό κι τρώγανι κι ζευκίζανι. Με τη φασαρία τη θ΄κή τς δεν dον είδανι. Τ’ άλογο προχώρησι bροστά. Μα μια γύρ’σε κι τον είδε. – Δε μας καταδέχισι να μας χαιρετήσ’ς; τον λέει – Κι τρέχ’ σαν αέρας κι κάθιτι πίσω στ’ άλογο κι τον αγκάλιασι έτσι. Τ’ άλογο στενοχωρέθ’κε πολύ. Ο ιδρώς έτρεχεν απάνωθέ τ’. Έπλεψε. Άμα κόνdιβι να bη στη Χώρα, τον άφσι κι λέει. – Ιγώ πειά δε θα σ’ αφήσω να ζήσ’ς πολύ. Θα σι τυραγνήσου. Πααίνει τον ήυρισκε πάντα. Με το συμbάθειο, πλαγιάζι κι μαζί τ’. Μέρα μι την ημέρα κείνος έλυωνι. Μα δεν bόρεγε να ξεκόψ’. Όπου πάγαινε, τον ηύρισκε. Στα δυο τα χρόνια ήταν ακόμα στο πόδ’. Στα τρία έπεσε στο στρώμα. Αυτήνη από κοντά. Σήμερα πεθαίνει, αύριο πεθαίνει, ούλο έτσι λεγαμι. Μα δεν ηξαίραμε τι έχει. Κάποιος ύστερα του είπε κι τούπε το μυστικό. Έτσι κι έτσι, μαθέ. – Μπορεί να γλυτώσ’ς. του λέει κείνος, μ’ ένα πράμα. Τον καιρό του Πάσχα, πριν ν’ανεστήσουνι, θα πας στην εκκλησία. Αυτήνη θα νέιναι στο παράθυρο τα’ ακκλησιάς, γιατί μέσα δεν μπορεί να μπή. Εσύ θα είσαι χωριστά της την ώρα π’ θάνα λέει το Ευαγγέλιο, bροτού ν’αναστήσ’. Έγινε λοιπόν έτσι. Κείν’ dη στιγμή έβγαλε κείνη μια φωνή απ’ το παράθυρο. – Ε, τώρα μι πέθανες- είπε. Κι έφυγε. Κι έσασε πειά αυτός. Ύστερα μας ήλεγε την ιστορία. Όμορφη, λέει, ήτανε. Δε γίνετ’ ωραιότερη. Μα με τυραγνούσε.

Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (EL)

Παραδόσεις

Μικρά Ασία, Αδραμύττιο


1940




Αρ. 1446 Β, σελ. 234, Δ. Λουκάτος, Λέσβος, Πρόσφυγες Αδραμυττίου, 1940

Κείμενο/PDF

Ελληνική γλώσσα




*Η εύρυθμη και αδιάλειπτη λειτουργία των διαδικτυακών διευθύνσεων των συλλογών (ψηφιακό αρχείο, καρτέλα τεκμηρίου στο αποθετήριο) είναι αποκλειστική ευθύνη των φορέων περιεχομένου.