Μια φορά στη Μεσεμβρία ήταν φεγγάρι, αλάλητο τ’ αρνίθι κι μερικές μαζεύτηκαν να πάνε στ’ αμπέλια. Πήγανε ως τα πηγάδια – έτυχεν ένας γάμος νεραγδικός, έτυχε αυτές οι γυναίκες να περνούν. – Σταθήτε, λενε, τώρα, αφού ετυχέτε στο γάμο μας, να σας φιλέψουμε κι όλα. Αυτεί τις έβαλαν φαγιά με γαϊδαροκούρελα να φάνε, μα εκείνες βουβές δεν εφαγάνε. – Τώρα, λέει, ενδεκούλα δωδεκούλα, όλες θα σας επεράσουνε. Άλλες τραβούσαν τα γαϊδούρια, άλλες τα καλάθια και τις περάσανε ενδεκούλα δωδεκούλα και τις πήγανε ως το γεφύρι – Τις λένε: - Απέ που θα περάσετε; Απέ dη θάλασσα, ή απέ το γεφύρι; Τράβξανε απέ το γεφύρι, πέρασαν, βγήκανε παν στου Καρατσαλή το μπαχτσέ, με φόβο και τρόμο. Τότεσι λάλησε το πρώτο αρνίθι και τότες μιλίσανε και πήγανε στο αμπέλι τους και ανάψανε τη φωτιά και είδανε, πετσέτες χαθήκανε, πηρούνια, καλάθια και είπανε: - Κόμ’ μια φορά να ξέρ΄με να ξημερών’ η μέρα και να βγαίν’ με στο δρόμο. Όταν είναι Σαββατιανός άνθρωπος τον φαντάζ’ παγαίν’ βλέπει ο ήσκιος dου.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών