Αφού ο Χριστός φύλαγε τα πρόβατα είχε και μαζί του τα σκ’λιά. Και παρουσιάζεται ο δαίμονας στο Χριστό και τ’ λέει – τι είν’ αυτά; - Αυτά είναι σκ’λιά, του λέει ο Χριστός, και φυλάν τα πρόβατα. Λέει, πρέπει να ‘χω και γω ένα τέτοιο να μου φυλάν τα γίδια, επειδής είναι τα γίδια, του διαβόλου. Του λέει ο Χριστός, θα σε ορμηνέψω – δω να φκειάσης και συ ένα σκ’λί. – Θα πας του λέει, να κόψης ένα κούτσουρο από μια αγραπιδιά, γκορτζά, και θα τη κοντοκοριάσης κι αφού θα είναι ίσο το κούτσουρο, από δω κομμένο κι από κει κομμένο, θα το κλωτσήσης με το ποδάρ’ και θα τ’ πης. – Σήκ’ απάνω να φας τον αφέντη σ’. Ο διάβολος έφυγε κ’ έκοψε το κούτσουρ’ από την αγραπιδιά και αφού το κοντοκούριασε πονηρεύτ’κε όμως μήπως σηκωθή και τον φάη κ’ έφκειασι ένα λάκκο κι μπήκε μέσα ο διάολος στο λάκκο κ’ έβγαλε το ποδάρ’ τ’ όξω. Και το κλωτσάει το κούτσουρο με το ποδάρ’. Και τ΄ λέει. Σήκως να φας τον αφέντη σου. Κι έτσι το κούτσουρο έγινε λύκος και του τρώει το ποδάρ’. Και γι αυτό είναι κουτσοδαίμονας και ο λύκος είναι αλύγιστος, κούτσουρο.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών