Ήτανε ένα παλληκάρι κι ηρχούντανε αφ’ τα λουτρά. Ερχούντανε νύχτα, στου Καλογέρου τηγ κουντουριδιά, εκεί άκουσε, που ερχούντανε από πάνω ένα ποτάμι, τραγούδια, φασαρία είχαμε και παιγνίδια. Αυτός κρύφτηκε για να μη τον δούν στο τέλος, αφού πέρασαν τα παιχνίδια και ο κόσμος στο τέλος είχε μια κόρη και κρατούσε ένα παιδί και μια γριά από πίσω, μόλις ήρταν κοντά λέει αθρωπινό κριάς μυρίζει να του φτύσω, λέει όχι να τομ πάρουμε να σηκώνη το παιδί μου. Τον επήραν και του δώσαν το παιδί να το βαστά, η γριά τον ελυπήθη και του ‘πε μόλις θα μποδοξαρώνη θα του λες αρνί κουκλί και κείνος δεν θα μποδοξαρώνη. Εφτάσαν στου Άϊ – Αποστόλους εκεί ήταν χαλάσματα χορεύγαν του λέει η γριά όση ώρα χορεύγαν θα σε ρωτούν άσπρο πετεινός ή μαύρος (εσύ θα έχης σηκώση να χορέψης τη νύφη και κείνοι θα σε ρωτούν άσπρος πετεινός για μαύρος κι ώσπου θα ΄ναι νύχτα θα λες μαύρο, και όταν (θα αρχίση) παίρνει να ξημερώνη θα σηκωθής πάλι να χορέψης τη νύφη και θα σου λέν άσπρος πετεινός για μαύρος, θα λες άσπρος και θα τραβήξης το δαχτυλίδι, που θα φορή η νύφη. Αφού έφεξε αφού είχε πάρει ο άθρωπος το δαχτυλίδι, ήρτε ένα τουλούμι και μάτζεψε τα σφαντάσματα όλα και χωνέψαν μέσα σε μια χαλικουριά και χάθησαν.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών