Στα παλιά χρόνια, επί τουρκίας, ήτονε στο Παρθένι ένα σπιτάκι. Λοιπόν εκεί επήαινε ένας τούρκος μπέης κ’ ήκανε μπάνιο. Αυτός εκρατούσε το κεμέρι (πορτοφόλι) με τις λίρες. Στο Παρθένι ήτανε κάτοικος ο γέρω Χαρινιός. Αυτός για να πάρη τις λίρες του Τούρκου επήρε το τουφέκι και τον εσκότωσε μέσ’ στη θάλασσα. Του ‘πήρενε τις λίρες κ’ ύστερα άνοιξε ένα λάκκο και τον έβαλε μέσα. Τότες με πολλά χρόνια άρχισε να φαίνεται φάντασμα να πειράζη τους αθρώπους. Ο πατέρας μου ήθελε να κάμη σπίτι σ’ αυτό το μέρος. Εκεί που σκάβγανε για να βγάλουνε το χώμα για να χτίσουνε το σπίτι, άξαφνα τως ευρέθη ο σκοτωμένος. Επήραμε τα κόκκαλά του και τα ‘πήγαμε στην Εκκλησιά στην Αγιά Κιουρά. Ο παπάς δεν τα δέχτη γιατί δεν ήξερε τι άθρωπος ήτο και τα πήραμε πάλι πίσω. Τα βάλαμε σ’ άλλο μέρος μακριά από τα σπίτια κι από τότε έπαψε το κακό που επείραζε.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών