Στην τοποθεσία Πρίνος κάτω από το βουνό Σκλάβος παθαίνουνε πολλοί. Η Λωξάντρα (Αλεξάνδρα Βεντούρη), είναι τώρα πολλά χρόνια, που είπε στον άντρα της: Γιώργη, εγώ θα πάω στον Πρίνο, να ‘ρθης κ’ εσύ να συκολοήσωμε (= να μαζέψωμε τα σύκα). Παίρνει αυτή το παιδί και τσοι γαδάροι και πάει στον Πρίνο. Ήτανε βράδυ στο βασίλεμα του ήλιου. Είχε μαζέψει ένα πανέρι σύκα κ ηπερίμενε τον άντρα της να πάη. Εκείνος ήργησε κι όντες επήαινε ήτανε σκοτεινά. Και του ‘πενε να στρώσωμε επαδά να κοιμηθούμε. Το μέρος αυτό είχε πολλή σκνίπα. Λέει του άντρα της: «Γιώργη, πάμε πέρα στου Κεμπάκη τη μάντρα να κοιμηθούμε πάνω στο δώμα;» Λέει: πάμε. Κ’ ηπήανε κ’ ηστρώσανε πάνω στο δώμα. Μόλις ηκοιμηθήκανε, αυτή είχε και το παιδί της στην αγκαλιά και το βύζανε. Τότες την αρπά ένα χέρι από τα μαλλιά την τραβά και την κρεμνά στην άκρη στο δώμα. Αυτή δε μπορούσε να μιλήση. Μέσ’ στα πολλά, εξύπνησε ο άντρας της, την είδε. Αυτή του κάνει νόημα να φύγουνε γρήγορα. Την κατεβάζει από το δώμα και έρχονται στο χωριό. Όντες ήρθανε στο χωριό ήτανε μεσάνυκτα. Στο δρόμο ακολουθούσε αυτός και την εφοβέριζε να μη μιλήση. Στου Γλεντέ τον ποταμό αυτό το κακό πράμα εσταμάτησε κι ανέβηκε στο βουνό. Εκεί παρουσιάζεται σαν τράγος κ’ ήσκασε με μια βοή. Τον κρότο τον ήκουσε κι ο άντρας της. Μετά από λίγο το παιδί της απέθανε. Αυτή δε αρρώστησε κ’ έμεινε ένα μήνα στο κρεββάτι. Έπεσαν και τα μαλλιά της. Εκάλεσαν τον παπά – Γιώργη κ’ ηπήαινε κάθε βράδυ και της ήκανε εξορκισμό.

Στην τοποθεσία Πρίνος κάτω από το βουνό Σκλάβος παθαίνουνε πολλοί. Η Λωξάντρα (Αλεξάνδρα Βεντούρη), είναι τώρα πολλά χρόνια, που είπε στον άντρα της: Γιώργη, εγώ θα πάω στον Πρίνο, να ‘ρθης κ’ εσύ να συκολοήσωμε (= να μαζέψωμε τα σύκα). Παίρνει αυτή το παιδί και τσοι γαδάροι και πάει στον Πρίνο. Ήτανε βράδυ στο βασίλεμα του ήλιου. Είχε μαζέψει ένα πανέρι σύκα κ ηπερίμενε τον άντρα της να πάη. Εκείνος ήργησε κι όντες επήαινε ήτανε σκοτεινά. Και του ‘πενε να στρώσωμε επαδά να κοιμηθούμε. Το μέρος αυτό είχε πολλή σκνίπα. Λέει του άντρα της: «Γιώργη, πάμε πέρα στου Κεμπάκη τη μάντρα να κοιμηθούμε πάνω στο δώμα;» Λέει: πάμε. Κ’ ηπήανε κ’ ηστρώσανε πάνω στο δώμα. Μόλις ηκοιμηθήκανε, αυτή είχε και το παιδί της στην αγκαλιά και το βύζανε. Τότες την αρπά ένα χέρι από τα μαλλιά την τραβά και την κρεμνά στην άκρη στο δώμα. Αυτή δε μπορούσε να μιλήση. Μέσ’ στα πολλά, εξύπνησε ο άντρας της, την είδε. Αυτή του κάνει νόημα να φύγουνε γρήγορα. Την κατεβάζει από το δώμα και έρχονται στο χωριό. Όντες ήρθανε στο χωριό ήτανε μεσάνυκτα. Στο δρόμο ακολουθούσε αυτός και την εφοβέριζε να μη μιλήση. Στου Γλεντέ τον ποταμό αυτό το κακό πράμα εσταμάτησε κι ανέβηκε στο βουνό. Εκεί παρουσιάζεται σαν τράγος κ’ ήσκασε με μια βοή. Τον κρότο τον ήκουσε κι ο άντρας της. Μετά από λίγο το παιδί της απέθανε. Αυτή δε αρρώστησε κ’ έμεινε ένα μήνα στο κρεββάτι. Έπεσαν και τα μαλλιά της. Εκάλεσαν τον παπά – Γιώργη κ’ ηπήαινε κάθε βράδυ και της ήκανε εξορκισμό.
δείτε την πρωτότυπη σελίδα τεκμηρίου
στον ιστότοπο του αποθετηρίου του φορέα για περισσότερες πληροφορίες και για να δείτε όλα τα ψηφιακά αρχεία του τεκμηρίου*
χρησιμοποιήστε
το αρχείο ή την εικόνα προεπισκόπησης σύμφωνα με την άδεια χρήσης :
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα
CC_BY_NC_ND



Στην τοποθεσία Πρίνος κάτω από το βουνό Σκλάβος παθαίνουνε πολλοί. Η Λωξάντρα (Αλεξάνδρα Βεντούρη), είναι τώρα πολλά χρόνια, που είπε στον άντρα της: Γιώργη, εγώ θα πάω στον Πρίνο, να ‘ρθης κ’ εσύ να συκολοήσωμε (= να μαζέψωμε τα σύκα). Παίρνει αυτή το παιδί και τσοι γαδάροι και πάει στον Πρίνο. Ήτανε βράδυ στο βασίλεμα του ήλιου. Είχε μαζέψει ένα πανέρι σύκα κ ηπερίμενε τον άντρα της να πάη. Εκείνος ήργησε κι όντες επήαινε ήτανε σκοτεινά. Και του ‘πενε να στρώσωμε επαδά να κοιμηθούμε. Το μέρος αυτό είχε πολλή σκνίπα. Λέει του άντρα της: «Γιώργη, πάμε πέρα στου Κεμπάκη τη μάντρα να κοιμηθούμε πάνω στο δώμα;» Λέει: πάμε. Κ’ ηπήανε κ’ ηστρώσανε πάνω στο δώμα. Μόλις ηκοιμηθήκανε, αυτή είχε και το παιδί της στην αγκαλιά και το βύζανε. Τότες την αρπά ένα χέρι από τα μαλλιά την τραβά και την κρεμνά στην άκρη στο δώμα. Αυτή δε μπορούσε να μιλήση. Μέσ’ στα πολλά, εξύπνησε ο άντρας της, την είδε. Αυτή του κάνει νόημα να φύγουνε γρήγορα. Την κατεβάζει από το δώμα και έρχονται στο χωριό. Όντες ήρθανε στο χωριό ήτανε μεσάνυκτα. Στο δρόμο ακολουθούσε αυτός και την εφοβέριζε να μη μιλήση. Στου Γλεντέ τον ποταμό αυτό το κακό πράμα εσταμάτησε κι ανέβηκε στο βουνό. Εκεί παρουσιάζεται σαν τράγος κ’ ήσκασε με μια βοή. Τον κρότο τον ήκουσε κι ο άντρας της. Μετά από λίγο το παιδί της απέθανε. Αυτή δε αρρώστησε κ’ έμεινε ένα μήνα στο κρεββάτι. Έπεσαν και τα μαλλιά της. Εκάλεσαν τον παπά – Γιώργη κ’ ηπήαινε κάθε βράδυ και της ήκανε εξορκισμό.

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (EL)

Παραδόσεις

Κίμωλος


1963




Λ. Α. αρ. 2758, σελ. 199 – 201, Γεώργ. Κ. Σπυριδάκη, Κίμωλος, 1963

Κείμενο/PDF

Ελληνική γλώσσα




*Η εύρυθμη και αδιάλειπτη λειτουργία των διαδικτυακών διευθύνσεων των συλλογών (ψηφιακό αρχείο, καρτέλα τεκμηρίου στο αποθετήριο) είναι αποκλειστική ευθύνη των φορέων περιεχομένου.