Μια μάννα πλάγιασε να κοιμηθή και ήρθαν την τρίτην ημέραν τρεις Μοίρες. Η μια λέει έ είναι και καλό. Η άλλη λέει να τελειώση ώσπου να τελειώση το ξύλο από την φωτιά να καή. Η μάννα το ακούει. Σηκώνεται η μάννα και το σβύνει το ξύλο και το βάζει στο σεντούκι. Καλεί την νύμφη της όταν παντρεύτηκε το παιδί της και της δίδει το ξύλο τυλιγμένο σ' ένα παννί και της είπε ότι όσο το διατηρεί θα ζη ο άνδρας της άλλως θα παθάνη. Η νύφη το άκαψε μια φορά γιατί την μάλωσε ο άνδρας της και έτσι επέθανε και έμεινε χήρα.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών