Ήταν τρείς αγάδες ζορμπάδες, καλοί άνθρωποι, οι Μαμουταίοι, από το Βασιλίσσι και είχαν σηκωθή στο κλαρί και πείραξαν τους χριστιανούς. Είχαν μαζί τους κι ένα χριστιανό, τον Κουτσαιμάνη από του Βασιλίτσι. Μια μέρα πήγαν στην Κορώνη και πήραν ένα κομμάτι κρέας και πήγαν στην Τζαφέρογλη, σε τίνος το σπίτι δε θυμάμαι. Ο σκοπός τους ήταν να φάνε το κρέας και να προσβάλουν το κορίτσι του σπιτιού. Τόδωσαν το κρέας στο σπίτι, το μαγέρεψε η νοικοκυρά, ήπιαν το κρασί και ζήταγαν να τους φέρη ο νοικοκύρης το κορίτσι για να τους περνάη. Αυτοί του είπανε πως το κορίτσι έλλειπε μακρυά. Στο τέλος φύγανε. Μα όταν ήθελαν να φύγουνε, πήρανε τα ρούχα που είχε το κορίτσι, κάτι λιγοστά προικιά και όπως είχε λάδι το σπίτι, επιάσαν ένα- ένα φόρεμα και το λαδίζανε. Το πρωί σα φώτισε πήρε ο γονής τα ρούχα και τα πήγε στο Μπέη της Κορώνης, Ισά-μπασα τον λέγαν. Όποιος πήγαινε στο Μπέη εύρισκε τρείς πορτιέρηδες και φυλάγανε. Αυτού του επιτρέψανε και μπήκε. Τα ρούχα τα είχε αφήσει έξω στην πόρτα το του σπιτιού. Όταν ήθελε να πάνε μέσα, ήθελε να κάμουν τρείς μετάνοιες μπροστά στο Μπέη, να τον προσκυνήσουν και να πιάσουν να φιλήσουν το μενίσι του,. Όταν τον είδε τον πατέρα, κατάλαβε πως πήγε παραπονούμενος. Του λέει : Τι θέλεις; - Αυτό το κακό μούκαμαν οι τρείς αγάδες, ο δείνας, ο δείνας και ο δείνας και ο Κουτσαιμάνης. Του λέει, αν ήταν δυνατό να τάβλεπα τα ρούχα. Του λέει, εδώ τα ‘χω. –Φέρτα μέσα. Πήγε τάφερε μπροστά του. Τότε έστειλε ο μπέης τους ζειμπέκηδες, τους κλητήρες να τους καλέσουνε. Είχε μια στάνη από γίδια μεγάλη ο Κουτσαιμάνης στο Βασιλίτσι και τα πήραν οι Τούρκοι όλα και τα κλείσαν στο Κάστρο της Κορώνης και τα φάγανε. Ο Κουτσαιμάνης, που του πήραν τα γίδια, σηκώθηκε και πήγε στον Πασά στην Τρίπολη, αλλά όταν πήγε στην Τρίπολι, τα χαρτιά από το Μπέη είχαν πάεει μπροστά. Τα είχε στείλει ο μπέης της Κορώνης. Έβγαλε ο Πασάς τα φιρμάνια και του τα έδωσε στα χέρια του ίδιου του Κουτσαιμάνη να τα φέρη στην Κορώνη. Αυτός, αν ήξερε γράμματα, θα τα διάβαζε και θα γλύτωνε. Μα ήπαν αγράμματος ο μαύρος. Όταν ήρθε πίσω στην Κορώνη πήγε στο μπέη. Του λένε οι φυλάκοι : Ποιος είσαι; Είμαι ο Κουτσαιμάνης. –Θα σε κρεμάση, κακομοίρη ! Τώρα να πάω μέσα και να ιδήτε’’. (Δεν ήξερε εκείνος και νόμιζε πως το φιρμάνι ήταν για καλό του.)Μόλις πήγε μέσα, διέταξε ο μπέης και τον κρέμασαν όξω από την πόρτα του Κάστρου και τον αφήκαν κρεμαστόν ώσπου σάπηκε ο λαιμός του κι έπεσε το κορμί του. Οι Μαμουταίοι επέρασαν στη Μεθώνη, γιατί τότες όταν περνάγανε άλλο δήμο δεν είχε το δικαίωμα να τους συλλήψη ο μπέης. Λίγον καιρό κι έπειτα, έλεγαν οι άλλοι Τούρκοι στο μπέη : Αυτά που κάνουμε με τους χριστιανούς θα μας κηρύξουν επανάσταση, και θα μας χρειαστούν οι παλληκαράδες, παρά να τους χαρίσης την ποινή τω Μαμουταίων και να ξανάρθουν. Τους άκουσε ο μπέης και τους χάρισε την ποινή και τους ώρισε να πάν να τον προσκυνήσουν, αλλά να τα βγάλλουν τα’άρματα. Αυτοί όμως δεν τάβγαλαν. Πηγαίνοντας στο μπέη, τους λέει ο πορτιέρης : ‘’Δεν τα δέχεται ο μπεής τα’άρματα. Εμείς δεν τα βγάνουμε, του λένε. Σαν παρουσιάστηκαν μπροστά του με τα’άρματα, διάταξε να τους πιάσουν. Αυτοί φύγανε και διέταξε να τους κυνηγήσουν και τους κιβουριάσουν, τους πέταγε η λάκκα όξω, δεν τους δεχότανε η γής. (Πρβλ. Και σχετικήν αφήγησιν εν χφ. 1159Δ, σελ, 6)
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών