Μίνια άλλ’, κάποιος Κ’νής (Κουνής) είχι ένα πιδί ούλο – ούλο. Κι αυτός ήταν στην Πόλ’. Πααίνουν κλέφτες την ημέρα. Είχανι κούλιες, γδένεται, τυλίγει το παιδί τς και το ρίχν’ στο βόθρο. Που είν’ η γυναίκα. Έφ΄γε. Πάει στου Δομοκό. Γλύτωσι τον πιδί, αλλά αμέσως πήρε δώδικα άντρες, τουφέκια κι έφ’γε για το Δομοκό. Άφ΄κε την περιουσία τς κι επήγε στην Πόλ’. (Για να μη τς πάρν’ αιχμάλωτο το πιδί). Πήγι στην πόλ’, μεγάλωσι του πιδί τς, να του παντρέψ’. Έτ’χε μια νύφ’ πλούσια. Είπα στου πιδί: «Εχ’ς μάννα; - Δε σι παίρνου. Γυναίκες παίρνου δέκα, αλλά μάννα δε ματαφκιάνου! της είπ’ αυτά κι δεν την παντρεύτ’κι.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών