Η Αναλυτική φιλοσοφία του παρόντος έθεσεν υψηλάς αξιώσεις εις τον φιλοσοφικόν στοχασμόν : Αφ' ενός ζητεί να εξασφαλίση το παρόν και το μέλλον της Φιλοσοφίας, αφ' ετέρου επιθυμεί να κάμη «εκκαθάρισιν λογαριασμών» με την Φιλοσοφίαν του παρελθόντος, άρα την αρχαίαν Ελληνικήν. Είναι επόμενον, ότι κάθε μορφή φιλοσοφικών στοχασμών πρέπει να λάβη θέσιν έναντι της κινήσεως αυτής, ακόμη και όταν πρόκειται να ερμηνεύση αρχαίαν Φιλοσοφίαν. Η σύγχρονος συζήτησις διεξάγεται επί τριών πεδίων : 1. Διασαφήνισις της σχέσεως της Φιλοσοφίας προς τον προ-επιστημονικόν κόσμον και την επιστήμην. 2. Προσδιορισμός της μεθόδου, της «γλωσσολογικής» και της επιχειρηματολογίας της Φιλοσοφίας εις αντιπαράθεσιν προς τα ανάλογα σημεία των δύο άλλων κόσμων. 3. Εξασφάλισις μιας βεβαίας καταστάσεως αιωνίας ειρήνης (Kant) εντός της Φιλοσοφίας, καθ' ην οι φιλοσοφούντες θα είναι εις θέσιν να υψώσουν τον κλάδον των από την κατάστασιν της ατομικής δόξης εις εκείνην της καθολικής επιστήμης. Τούτο συνεπάγεται μιαν μεταφιλοσοφικήν εξήγησιν του γεγονότος, διατί αι προηγούμεναι γενεαί (και της αρχαίας Φιλοσοφίας) δεν κατόρθωσαν να πραγματοποιήσουν το ιδανικόν τούτο. Η διαλεκτική πρόοδος των επί μέρους απαντήσεων διαφόρων σταδίων, δηλ. ρευμάτων της Αναλυτικής φιλοσοφίας επί των ανωτέρω τριών πεδίων αποτελεί τον τόπον της ερμηνευτικής ημών προκατανοήσεως. Τα κυριότερα στάδια της συζητήσεως αυτής είναι : 1. Ο πρώιμος Λογικός Θετικισμός (Wittgenstein, Wiener Kreis). 2. Η συνέχισις του εις το έργον του Carnap και διαφόρων οπαδών του. 3. Η τελευταία συζήτησις περί το θέμα : Περιγραφική ή Αναθεωρητική Μεταφυσική (Strawson, Quine). Η πρώτη κίνησις δίδει τας εξής απαντήσεις : 1. Επί του πρώτου πεδίου : Η Φιλοσοφία και Μεταφυσική δεν έχει καμμίαν αποστολήν και δικαίωμα υπάρξεως υπεράνω της Επιστήμης. Τούτο εξηγείται δι' ορισμένων διχοτομιών της Επιστήμης, αι οποίαι οδηγούν εις την άρσιν της Φιλοσοφίας. 2. Αι επιστημονικαί διχοτομίαι αφορούν εις την μέθοδον της : επαγωγικαί ή απαγωγικαί, των προτάσεων, αναλυτικαί ή συνθετικοί (εμπειρικοί) των επιχειρημάτων, κριτήριον επιτυχούς προγνώσεως ή αναντιφάτου ακολουθίας. Επειδή δεν υφίσταται τρίτον μέλος δια τας διχοτομίας αυτάς, είναι παράλογος ή αξίωσις της Φιλοσοφίας, ή οποία ζητεί να θεμελιώσει μέθοδον διαλεκτικήν, ζητητικήν ή υπερβατικήν, προτάσεις συνθετικός, αλλά a priori, και επιχειρήματα των οποίων το κριτήριον είναι όχι εκ των προαναφερθέντων, αλλά τρίτον τι, δηλ. υπερβατικόν, πραγματιστικόν, ελεγκτική απόδειξις κλπ. 3.Η «αιώνια ειρήνη» θ πραγματοποιηθή με την άρσιν της Φιλοσοφίας ως πεδίου ελλόγου επιστημονικής ενασχολήσεως (επαφίεται ή Μεταφυσική εις την Ποίησιν). Η μεταφιλοσοφική εξήγησις σημαίνει : Αι έριδες του παρελθόντος ήτο αδύνατον να εκλείψουν, διότι οι αντίπαλοι εις την ουσίαν εσκιαμάχουν, τα «προβλήματα» των ήσαν φαινομενικά, αρα αδύνατον να αποφανθούν υπέρ του ενός ή του άλλου. Εάν εφαρμόσωμεν την «θέσιν» αυτήν ως «προκατανόησιν», τότε θα έπρεπε η ερμηνεία μας της αρχαίας Φιλοσοφίας να έχη μόνον εν νόημα : την προσπάθειαν να διαπιστώσωμεν ποια στοιχεία της συμβάλλουν είτε εις την μεθοδολογίαν των επί μέρους επαγωγικών επιστημών είτε εις την Τυπικήν Λογικήν. Όλα τα άλλα είναι άχρηστα! Εις τον πρώτον τομέα οι αρχαίοι έχουν ολίγα να μας δώσουν, επί του δευτέρου πολλά, αλλά και εις τας δύο περιπτώσεις ημείς γνωρίζομεν περισσότερα από αυτούς. Το συμπέρασμα είναι : Το μέρος της Φιλοσοφίας των, το όποιον οι ίδιοι θα εθεώρουν πλέον σπουδαίον, όπως ή Μεταφυσική και η Άξιολογία, είναι δι' ημάς «ανόητον», «παράλογον», ενώ το μέρος, το όποιον έχει συγγένειαν με το ιδικόν μας έργον, είναι πλέον ξεπερασμένον. Η δευτέρα κίνησις δίδει τας εξής απαντήσεις : 1. Σχέσις Επιστήμης-Φιλοσοφίας :Το έργον του ιδίου του Λογικού Θετικισμού δεικνύει ότι αι διχοτομίαι του δεν είναι επαρκείς, διότι αι ιδικαί του προτάσεις ξεπερνούν την διχοτομίαν του, δηλ. δεν είναι ούτε εμπειρικοί ούτε αναλυτικαί. Είναι άρα και αυταί παράλογοι; Ο Carnap διείδε την αντινομίαν αυτήν των Hume και Wittgenstein και έδωσε μίαν πρωτότυπον λύσιν. Η Φιλοσοφία δεν ασχολείται με γνώσεις περιεχομένου· (αυτό είναι πράγματι αληθές, όπως ετόνιζεν ο Λογικός Θετικισμός), αλλά ομιλεί περί της Λογικής της Γλώσσης της Επιστήμης. Τούτο έχει σοβαράς συνεπείας δια την 2αν κατάστασιν τής ιδίας τής Φιλοσοφίας : Ή μέθοδος της δεν είναι και δεν χρειάζεται να είναι ούτε εμπειρική (επαγωγική) ούτε απαγωγική. Είναι αναλυτική,, αναλύει, εξηγεί την γλώσσαν. Αι προτάσεις της δεν είναι ούτε αναλυτικαί ούτε εμπειρικαί, αλλά συντακτικαί, αφορούν εις την σύνταξιν (και αργότερον την Σημαντικήν!) της γλώσσης της Επιστήμης (και του Κοινού Νου). Τα επιχειρήματα τέλος δεν είναι δυνατόν να κριθούν ούτε με το κριτήριον της επιτυχούς προγνώσεως ή της αναντιφάτου συνεπείας (αμφότερα κριτήρια της «ουσιαστικής» ομιλίας), αλλά είναι πραγματιστικά. Αφορούν εις την αποδοχήν ή απόρριψιν μιας μορφής γλώσσης ή ενός εννοιολογικού σχηματισμού βάσει πραγματιστικών ενδιαφερόντων και λόγων. Ούτω 3. η «αιωνία ειρήνη» δεν επήλθεν μέχρι σήμερον, διότι οι φιλόσοφοι του παρελθόντος δεν εγνώριζον κατά τους αγώνας των και τας έριδάς των ότι δεν επρόκειτο περί θεωρητικώς κριτέων αγώνων, αλλά περί πραγματιστικών ερίδων, όπως π.χ. δια το εάν η γλώσσα εν γένει είναι φύσει ή θέσει, εάν υπάρχουν ιδέαι (Ρεαλισμός) ή μόνον ατομικαί ουσίαι (Νομιναλισμός), εάν το στοιχείον της γνώσεως είναι παθήματα ψυχής (Φαινομεναλισμός) ή φυσικά αντικείμενα (Νατουραλισμός). Η θέσις αυτή του Carnap οδηγεί εις την γενικωτέραν άποψιν, ότι όλα τα φιλοσοφικά προβλήματα είναι προβλήματα γλώσσης. Εάν εφαρμόσωμεν την «θέσιν» αυτήν ως «προκατανόησιν» μας, τότε θα πρέπει, εις διεύρυνσιν της ανωτέρω ερμηνείας της αρχαίας Φιλοσοφίας, να προσθέσωμεν : Ένα μεγάλο μέρος της ως παραλόγου και ανόητου του αρχαίας Φιλοσοφίας είναι δυνατόν να διασωθή μετακριτικώς ως κεκαλυμμένη μορφή «λόγου τυπικού» περί μορφής γλώσσης, το οποίον όμως η παραδεδομένη Φιλοσοφία παρενόησεν ως λόγον περί της ουσίας των όντων. Η μεταφιλοσοφική εξήγησις σημαίνει : Η ομολογία δεν εγένετο δυνατή, επειδή οι ανταγωνιζόμενοι δεν εγνώριζον, ότι έχουν να κάμουν με διαφοράς, αι οποίαι είναι αδύνατον να κριθούν με θεωρητικά κριτήρια, αλλά μόνον με πραγματιστικά. Η τρίτη κίνησις, κατόπιν κριτικής των ανωτέρω δύο, δίδει τας εξής απαντήσεις : 1.) Σχέσις Επιστήμης και Φιλοσοφίας. Η περιγραφική Μεταφυσική (Strawson) θέλει να ερευνήση τας θεμελιώδεις κατηγορίας, και τας σχέσεις των, του εννοιολογικού ημών σχηματισμού. Ούτω περιέρχεται εις ανταγωνισμόν με τας επί μέρους επιστήμας της γλώσσης. Αλλ' η αξίωσίς της θέλει να διαπιστώση τας γενικωτέρας κατηγορίας παντός εννοιολογικού σχηματισμού. Κάτι παρόμοιον ήθελεν και ο Kant. Επομένως η Φιλοσοφία έχει θέσιν δίπλα εις την Επιστήμην. 2. Η μέθοδος της Περιγραφικής Μεταφυσικής είναι η αναλυτική της γλώσσης. Μόνον ότι δεν περιορίζεται εις απλήν ανάλυσιν επί μέρους εκφράσεων, αλλά ζητεί να εκθέση τον εννοιολογικόν σχηματισμόν εν γένει της εμπειρίας ημών. Αι προτάσεις της είναι συνθετικοί προτάσεις a priori, αφορούν εις αναγκαίας «εννοιολογικάς» αληθείας, αι οποίαι είναι προϋ¬ποθέσεις διά τας εμπειρικάς και αναλυτικάς προτάσεις. Τα επιχειρήματα δεν είναι ούτε επαγωγικά ούτε απαγωγικά, αλλά του είδους των «υπερβατικών» επιχειρημάτων, δηλ. προϋποθέτουν πάντοτε αυτό το οποίο θέλουν να αποδείξουν. Κάθε επιχείρημα, το οποίον ζητεί να τα υποστηρίξη ή να τα αντικρούση, τα προϋποθέτει. 3. Το μεταφιλοσοφικόν πρόβλημα : Αι προηγούμενοι γενεαί ησχολήθησαν συνειδητώς ή ασυνειδήτως με αυτού του είδους την Μεταφυσικήν. Τούτο ισχύει δια την Πρώτην Φιλοσοφίαν π.χ. του Αριστοτέλους κατά την άποψιν του ιδίου του Strawson. Το θέμα και της σημερινής Μεταφυσικής είναι το ίδιον, μόνον που εμείς το συνειδητοποιούμεν. «Ειρήνη» είναι δυνατή, εάν τελειοποιήσωμεν το έργον της περιγραφής αυτής. Εάν εφαρμόσωμεν την «προκατανόησιν» αυτήν επί της αρχαίας Φιλοσοφίας, εις διεύρυνσιν των ανωτέρω δύο ερμηνειών πρέπει να προσθέσωμεν : Ένα ακόμη μεγάλο έργον της αρχαίας Φιλοσοφίας — πέραν εκείνου των επαγωγικών επιστημών και της Τυπικής Λογικής, καθώς και της Συντάξεως της γλώσσης της Επιστήμης (και του Κοινού Νου) - είναι δυνατόν να «σωθή» ως συμβολή εις την διευκρίνισιν των ανωτέρω κατηγοριών της εμπειρίας μας εν γένει. Το δεύτερον μέρος της κινήσεως, η διαλεκτική μεταξύ Περιγραφικής και Αναθεωρητικής Μεταφυσικής (Quine), δίδει τας εξής απαντήσεις : 1. Επιστήμη—Φιλοσοφία : Η διάκρισίς των βασίζεται επί του «δόγματος» του απολύτου χωρισμού: αναλυτική—συνθετική αλήθεια και δεδομένα αισθήσεων — ερμηνευτικός ορίζων. Εάν τα απορρίψωμεν, τότε δεν υπάρχει καμμία διαφορά μεταξύ των. 2. Κατάστασις της Φιλοσοφίας: Η μέθοδος της είναι αναλυτική (αλλά και η Επιστήμη την χρειάζεται!), αι προτάσεις της αφορούν εις τας εννοιολογικάς προϋποθέσεις της εμπειρίας (αλλά και η Επιστήμη τας χρειάζεται!), τα επιχειρήματά της είναι πραγματιστικά (αλλά και η Επιστήμη θεμελιώνεται κατά πραγματιστικόν τρόπον : τα δεδομένα των αισθήσεων είναι μύθος !). 3. Μεταφιλοσοφικόν ενδιαφέρον : Αι έριδες των φιλοσόφων δεν ήσαν μάταιαι· αν και δεν είχον απόλυτα κριτήρια, εν τούτοις υπάρχει πρόοδος μεταξύ των. «Αιωνία ειρήνη» είναι αδύνατος, όχι διότι οι φιλόσοφοι λέγουν ανοησίας ή δεν γνωρίζουν τι πράττουν, δηλ. ανάλυσιν γλώσσης, αλλ΄ επειδή αι αξιώσεις των είναι πολύ υψηλαί. Είναι αδύνατον άπαξ δια παντός ν΄ αποφασίσωμεν τους αγώνας. Η διαλεκτική γλώσσης και πραγματικότητος είναι συνεχής. Η αρχαία Φιλοσοφία είναι μέρος της ιστορίας μας. Εν τελευταία αναλύσει γνωρίζομεν τόσον ολίγον ή πολύ, τι πράττομεν, όσον και οι αρχαίοι. Δεν υπάρχει καμμία ποιοτική διαφορά μεταξύ μας.