Στα μέσα της δεκαετίας του '30, η Σουηδική κυβέρνηση ανησυχώντας για την άμυνα της χώρας, απεφάσισε την ενίσχυση του στρατού και την ανάπτυξη της αεροπορίας. Η ASJ ήταν η μόνη εγχώρια κατασκευάστρια εταιρία αεροσκαφών, που με το μικρό της εργοστάσιο, πιθανότατα, δεν θα μπορούσε να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις που θα ακολουθούσαν. Δεν έμενε λοιπόν παρά να ιδρυθεί κάποια νέα προηγμένη βιομηχανία αεροσκαφών και μάλιστα το συντομότερο δυνατό. Έτσι, τον Απρίλιο του 1937 δημιουργήθηκε η SVENSKA AEROPLAN Aktiebolaget AB, που γρήγορα μετονομάστηκε σε SAAB. Βέβαια, με το τέλος του πολέμου το εργοστάσιο συνέχισε την κατασκευή αεροπλάνων, αλλά έγινε φανερό ότι για την επιβίωση του έπρεπε να προχωρήσει στην παραγωγή και άλλων προϊόντων. Με το υψηλό επίπεδο εξειδίκευσης του προσωπικού, το ιδιαίτερο τεχνολογικό υπόβαθρο και λαμβάνοντας υπόψη όλες τις παραμέτρους για την επιτυχία του εγχει- ρήματος, στις 27 Φεβρουαρίου 1947 πάρθηκε η απόφαση η SAAB να προχωρήσει, παράλληλα με τα αεροπλάνα και στην κατασκευή επιβατικών αυτοκινήτων. Με την εντολή το αυτοκίνητο να είναι "φθηνό και σεμνό", ο Gunnar Ljungstrom σαν επικεφαλής του προγράμματος και ο Sixten Sason σαν σχεδιαστής, παρουσίασαν το Δεκέμβριο του 1949 το πρωτότυπο του μοντέλου "92" (όπου ο κωδικός αφορούσε το 92ο προϊόν του εργοστασίου, με εκχωρημένα νούμερα για το τμήμα των αυτοκινήτων από το 92 μέχρι το 99). Η παραγωγή ξεκίνησε την επόμενη χρονιά, έχοντας προαγοραστεί από τον Σουηδικό οίκο πωλήσεων αυτοκινήτων Philipsons τα πρώτα 8.000 τεμάχια. Το αυτοκίνητο διέθετε δικύλινδρο, δίχρονο κινητήρα με 746 κ.ε., που απέδιδε 25 ίππους, είχε κίνηση στους εμπρός τροχούς, σασμάν τριών ταχυτήτων, ανάρτηση με ράβδους στρέψεως και φυσικά σαν αυτοκίνητο κατασκευασμένο από αεροναυπηγική εταιρία, είχε δοκιμαστεί σε τούνελ αέρα, πράγμα σπάνιο για την εποχή του. Βελτιωμένη έκδοση υπήρξε το "92 Β", που κατασκευάστηκε την περίοδο 1953-1956, για να ακολουθήσει το "93". Γνωστό ήδη μήνες νωρίτερα σαν "92 C", διέθετε πλέον τρικύλινδρο, αλλά πάντα δίχρονο μοτέρ, του οποίου ο κυβισμός δεν είχε αυξηθεί, αλλά αντιθέτως είχε περιοριστεί από τα 764 στα 745 κ.ε., με αυξημένη όμως την ιπποδύναμη στους 33 ίππους. Για την κατασκευή του κινητήρα είχαν χρησιμοποιηθεί και ελαφρά κράματα, είχε δοθεί προσοχή στο σχεδιασμό των εδράνων βάσης για να αποφεύγονται οι κραδασμοί του μοτέρ - ιδίως στο ρελαντί - με το ψυγείο και το βεντιλατέρ να εξακολουθούν να είναι τοποθετημένα πίσω από τον κινητήρα. Ακόμη, υπήρχε ηλεκτρική αντλία βενζίνης και αντλία νερού. Στα τέλη του 1957, τα δημοσιεύματα ανέφεραν ότι σύντομα το μοντέλο θα παρουσιαζόταν με 11 καινοτομίες. Το ενιαίο παρμπρίζ, τα ξανασχεδιασμένα καθίσματα, οι ζώνες ασφαλείας - που αποτελούσαν πλέον στάνταρ αξεσουάρ - ο νέος μηχανισμός των υαλοκαθαριστήρων, ο περιορισμός της αναλογίας λαδιού / βενζίνης με αυτόματη ανάμειξη, ήταν μερικές από τις καινοτομίες, που οδήγησαν στο "93 Β". Έμεινε στην παραγωγή για δύο χρόνια, το 1958 και το 1959, για να ακολουθήσει το 1960 το "93 F", όπου το διακριτικό F προσδιόριζε την εμπρόσθια στήριξη των θυρών - που πλέον άνοιγαν κανονικά - συμπληρώνοντας τις 52.731 μονάδες όλων των τύπων του μοντέλου "93".