Το 1944 ο Βάλιας Σεμερτζίδης (1911-1983) ανέβηκε στην ορεινή Ευρυτανία, στο αντάρτικο, ως μέλος του καλλιτεχνικού και κινηματογραφικού τμήματος του ΕΛΑΣ. Με την επιστροφή του στην Αθήνα, στις συνθήκες του εργαστηρίου πια, ο ζωγράφος ξαναδούλεψε με προσοχή όλα εκείνα τα θέματα που είδε, αποτύπωσε και συνέλαβε ως τμήμα της εποποιίας της Εθνικής Αντίστασης (το Λαϊκό δικαστήριο, τη Φλογέρα στο βουνό, τη Συνέλευση των χωρικών), όπως επίσης και τα εντυπωσιακά βουνά των Αγράφων. Ο νεαρός αντάρτης ήταν ένας από τους πρώτους πίνακες που ολοκλήρωσε με την επιστροφή του στην Αθήνα. Ο πίνακας είχε αποκτήσει την οριστική του μορφή το 1946, σε μια μνημειακή σύνθεση ύψους σχεδόν δύο μέτρων. Η πορεία, βέβαια, προς το τελικό έργο προϋπέθετε για τον ζωγράφο μια μακρά διαδικασία μελετών, απαραίτητων για να καταλήξει στην ιδεατή μορφή, που θα μετέφερε με τον απλούστερο και εμφατικότερο τρόπο το μήνυμα του αγώνα. Η συγκεκριμένη μελέτη, ύψους σχεδόν 1,5 μέτρου, βρίσκεται όσον αφορά τη μορφή του νέου στρατιώτη, πολύ κοντά στο τελικό έργο. Αντίθετα, το τοπίο πίσω του αποδίδεται εντελώς σχηματικά, μόνο με πλατιές πινελιές μπλε και κόκκινου χρώματος. Έτσι, το έργο κινείται σε δύο διαφορετικά επίπεδα: μπροστά, το σχέδιο είναι ακριβές και πολύ συγκεκριμένο. Οι λεπτομέρειες περιγράφονται με σαφήνεια: οι πτυχώσεις στα ρούχα, τα γυμνά πόδια του άντρα, ο τελαμώνας με τις σφαίρες στη μέση και το ντουφέκι που είναι περασμένο στον ώμο του και η κάννη κοιτάζει προς τα κάτω. Πίσω, δεν υπάρχει σχέδιο, η επιφάνεια ορίζεται απλώς χρωματικά, καθώς ο ζωγράφος αναζητεί την ισορροπία των τόνων για την αρμονικότερη ένταξη της μορφής μέσα στο τοπίο. Σε κάθε περίπτωση, η μορφή του αντάρτη, όπως αποδίδεται εδώ, αποτελεί ένα από τα πιο εντυπωσιακά έργα του Σεμερτζίδη που εμπνέονται από την περίοδο του βουνού.
(EL)