Ανάκτορο Μαλίων
δείτε την πρωτότυπη σελίδα τεκμηρίου
στον ιστότοπο του αποθετηρίου του φορέα για περισσότερες πληροφορίες και για να δείτε όλα τα ψηφιακά αρχεία του τεκμηρίου*
χρησιμοποιήστε
το αρχείο ή την εικόνα προεπισκόπησης σύμφωνα με την άδεια χρήσης :
CC BY-SA 4.0

Αναφορά Δημιουργού - Παρόμοια Διανομή
CC_BY_SA



Ανάκτορο Μαλίων (EL)
Palace of Malia (EN)

Το ανάκτορο καταστράφηκε ολοκληρωτικά στα 1450 π.Χ. και δεν επαναλειτούργησε. Μονάχα ένα μικρό λοξό οικοδόμημα, πιθανόν λατρευτικής χρήσης, θεμελιώθηκε στα ερείπια της Βόρειας αυλής. Ο οικισμός συνέχισε να κατοικείται –ίσως μετά από μικρό διάστημα εγκατάλειψης– και ανέκαμψε σταδιακά, διατηρώντας επαφές με τα ακμάζοντα μυκηναϊκά κέντρα της Κνωσού, της Κυδωνίας (Χανιά) και της ηπειρωτικής Ελλάδας. Η οριστική εγκατάλειψή του τοποθετείται γύρω στα 1250 π.Χ., αν και λιγοστά ευρήματα των ιστορικών χρόνων και μια πρωτοχριστιανική βασιλική (3ος αι.), στα ΝΔ του ανακτόρου, μαρτυρούν περιορισμένη κατοίκηση. Στα 1700 π.Χ. περίπου, το πρώτο ανάκτορο καταστράφηκε στον σεισμό που έπληξε όλα τα μινωικά ανάκτορα της εποχής. Οι εργασίες ανοικοδόμησης ξεκίνησαν σύντομα, αν και μια νέα καταστροφή (β΄ μισό 16ου αι. π.Χ.) επέφερε αρχιτεκτονικές τροποποιήσεις, με σαφέστερες κνωσιακές επιδράσεις. Το δεύτερο αυτό ανάκτορο, που σώζεται έως σήμερα, ακολουθούσε τον προσανατολισμό του προγενέστερου, αλλά ήταν μεγαλύτερο σε μέγεθος και οργανωμένο σε διακριτές πτέρυγες, γύρω από την Κεντρική αυλή. Η Δυτική, Νότια και Βόρεια πτέρυγα διέθεταν και δεύτερο όροφο, με πολυτελή δωμάτια και ανοιχτές βεράντες. Η Κεντρική αυλή, με στοές στα βόρεια και στα ανατολικά, συνέχισε να αποτελεί τον πυρήνα του οικοδομήματος, φιλοξενώντας μαζικές συγκεντρώσεις ανθρώπων, επίσημες εκδηλώσεις και τελετουργίες, που διαδραματίζονταν στις αίθουσες της Δυτικής πτέρυγας και στην κτιστή εσχάρα προσφορών, στο κέντρο της αυλής. Η Νότια πτέρυγα χωριζόταν σε δυο διακριτά τμήματα από τον πλακόστρωτο διάδρομο της νότιας εισόδου. Το ανατολικότερο περιείχε αποθήκες και εργαστήρια, ενώ το δυτικότερο ήταν προσβάσιμο εκτός του ανακτόρου και περιελάμβανε εργαστήρια και μικρό ιερό με αμφικωνικό βωμό. Στη ΝΔ εξωτερική γωνία, τα 8 κυκλικά υπέργεια κτίσματα ("κουλούρες") με κεντρικό πεσσό για στήριξη θολωτής στέγης, θεωρούνται σιτοβολώνες. Η Βόρεια πτέρυγα περιελάμβανε δωμάτια αποθηκευτικής και εργαστηριακής χρήσης, καθώς και δυο ευρύχωρες εσωτερικές αυλές: τη Βόρεια αυλή με πλακόστρωση και περιστύλιο σχήματος Γ και την «Αυλή του Πύργου», μπροστά από μια ψηλή κατασκευή με ισχυρούς τοίχους. Ήταν προσβάσιμη και από την πόλη, μέσω δύο εισόδων στα ΒΑ και ΒΔ, όπου κατέληγε πλακόστρωτος δρόμος. Η καίρια γεωγραφική θέση του οικισμού, σε άμεση γειτνίαση με τη θάλασσα και τα χερσαία δίκτυα επικοινωνίας μεταξύ κεντρικής και ανατολικής Κρήτης, έπαιξαν διαχρονικά καθοριστικό ρόλο στην οικονομική ανάπτυξη και εμπορική δραστηριότητα των κατοίκων της περιοχής. Ήδη από την προανακτορική εποχή (3η χιλιετία π.Χ.), οι εμπορικές επαφές με τις Κυκλάδες και περιοχές της Ανατολικής Μεσογείου, επέτρεψαν την ανάπτυξη τοπικών εργαστηρίων, τη σταδιακή συγκέντρωση πλούτου και τη διαμόρφωση μιας πρώτης μορφής κοινωνικής διαστρωμάτωσης. Η Δυτική πτέρυγα περιελάμβανε στενόμακρα δωμάτια για την αποθήκευση προϊόντων και τροφίμων σε πιθάρια (δυτικότερο τμήμα) και πολυτελείς αίθουσες υποδοχής, τελετουργιών, συναθροίσεων και φύλαξης πολύτιμου λατρευτικού εξοπλισμού (ανατολικότερο τμήμα). Το ΒΔ τμήμα καταλαμβανόταν από τα επίσημα διαμερίσματα του μινωικού μεγάρου με πολύθυρα, πρόπυλο, φωταγωγό και μικρή Δεξαμενή Καθαρμών με ορθομαρμάρωση. Στην ανατολική πρόσοψη ανοιγόταν μεγαλοπρεπές κλιμακοστάσιο (διασώζονται 11 σκαλοπάτια), που οδηγούσε στον όροφο. Στα βόρειά του, ένα υπερυψωμένο δωμάτιο (Λότζια) με πεσσό στην είσοδο και τέσσερα σκαλοπάτια ανόδου, εικάζεται ότι φιλοξενούσε τελετές προσφορών σε λίθινο βωμό. Επικοινωνούσε με μικρό θησαυροφυλάκιο, όπου φυλάσσονταν το ξίφος με επίχριση λαβή και ο λίθινος πέλεκυς με λαβή ορμώμενου πάνθηρα, που εκτίθενται στο ΑΜΗ. Νοτιότερα, μια ευρύχωρη αίθουσα με κιονωτή βεράντα και πεζούλια επικοινωνούσε με το ιδιωτικό ιερό της Υπόστυλης Κρύπτης με τους πεσσούς. Στο ΝΔ άκρο της αυλής, πλατιές αναβαθμίδες πιθανόν χρησίμευαν ως καθίσματα θεατών σε δρώμενα με επίκεντρο τον λίθινο κέρνο, ενσωματωμένο στο δάπεδο, που λειτουργούσε ως τράπεζα προσφορών. Το ανάκτορο των Μαλίων βρίσκεται στο ανατολικό άκρο μιας παράκτιας εύφορης πεδιάδας, που οριοθετείται βόρεια από την ακτογραμμή του Κρητικού πελάγους και νότια από τα βουνά της Σελένας. Σε έκταση, είναι το τρίτο μεγαλύτερο μινωικό ανάκτορο (7500 τ.μ.) και απέχει περίπου 45 χλμ. από το ανάκτορο της Κνωσού. Η ανασκαφή του ξεκίνησε το 1915 από τον Ιωσήφ Χατζιδάκι, μετά την τυχαία εύρεση χάλκινων λεβήτων και πήλινων σαρκοφάγων στη θέση Άζυμος. Από το 1920 μέχρι σήμερα, την αρχαιολογική διερεύνηση διεξάγει η Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή Αθηνών, σε συνεργασία με την τοπική Εφορεία Αρχαιοτήτων. Ευρήματα των ανασκαφών εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου (ΑΜΗ) και στο Αρχαιολογικό Μουσείο Αγίου Νικολάου. Η Ανατολική πτέρυγα (σήμερα στεγασμένη) περιείχε σειρά αποθηκών για αγροτικά προϊόντα (τρόφιμα, ελαιόλαδο) σε πιθάρια, κτιστά πεζούλια και ειδικά διαμορφωμένα αυλάκια και συλλεκτήρες στο δάπεδο, για τυχόν εκροές. Στις αρχές της 2ης χιλιετίας π.Χ., ιδρύθηκε το πρώτο ανακτορικό συγκρότημα. Η «παραδοσιακή» χρονολόγηση τοποθετεί την ίδρυσή του στα 1900 π.Χ., συγχρονικά δηλαδή με της Κνωσού και της Φαιστού, ενώ μια εναλλακτική θεώρηση ανάγει τις απαρχές του στην μνημειακή αρχιτεκτονική των ετών 2300-1900 π.Χ. Την περίοδο του πρώτου ανακτόρου διαμορφώθηκε η ευρύχωρη Κεντρική Αυλή (διαστάσεων 48x23μ.) με την μεγάλη Υπόστυλη Αίθουσα στο βόρειο όριό της, καθώς και η πλακοστρωμένη Δυτική αυλή με τους ελαφρά υπερυψωμένους πομπικούς δρόμους. Οι ανοιχτοί αυτοί χώροι εξυπηρετούσαν την τέλεση εορταστικών εκδηλώσεων και τελετών της κοινότητας. Ενδείξεις για ιδιωτικότερης φύσης τελετουργίες σώζονται κάτω από το μεταγενέστερο μινωικό μέγαρο της Δυτικής πτέρυγας. Σε ένα μικρό σύμπλεγμα δωματίων με δάπεδα από κονίαμα βρέθηκαν περίτεχνα ξίφη με χρυσή επένδυση (συμπεριλαμβανομένου του «ξίφους του ακροβάτη») και μια ιδιότυπη ομάδα κεραμεικών αγγείων «τύπου Χαμαιζίου» (κάποια με επιγραφές Κρητικών Ιερογλυφικών), που συνδέονται με προσφορές αρωματισμένων ελαίων. Λείψανα αποθηκών και εργαστηρίων σώζονται στη ΒΔ παρυφή του ανακτόρου. Την ίδια εποχή (1900-1700 π.Χ.) χρονολογούνται οι εγκαταστάσεις στον ανοιχτό χώρο της λεγόμενης «Αγοράς», τα ανεξάρτητα αστικά ιερά ("Ιερό των Κεράτων", "ΜΜ ΙΙ Ιερό"), το βόρειο νεκροταφείο και η «Συνοικίας Mu», μερικές εκατοντάδες μέτρα ΒΔ του ανακτόρου. Στη συνοικία αυτή ανασκάφθηκαν δυο μεγάλες, διώροφες και πολυτελείς ιδιωτικές οικίες, με λαξευτή τοιχοποιία και τα πρωιμότερα παραδείγματα του μινωικού μεγάρου με πολύθυρα και της Δεξαμενής Καθαρμών. Στα πολυάριθμα δωμάτια φιλοξενούνταν πληθώρα δραστηριοτήτων οικιακής, λατρευτικής, εργαστηριακής, αποθηκευτικής, εμπορικής και γραφειοκρατικής φύσης, που μαρτυρούν την εύρωστη οικονομική κατάσταση των ενοίκων τους και πιστοποιούν την ποικιλία της βιοτεχνικής παραγωγής (εργαστήρια κεραμοπλαστικής, μεταλλουργίας, λιθοξοΐας, χρυσοχοΐας, σφραγιδογλυφίας και υφαντικής), που διοχετευόταν στα τοπικά και διεθνή εμπορικά δίκτυα προς προσπορισμό πρώτων υλών και υλικού πλούτου. Ανάλογη μαρτυρία παρέχεται και από τη βόρεια νεκρόπολη στον Χρυσόλακκο, όπου βρέθηκε το περίφημο χρυσό περίαπτο με τις μέλισσες. (EL)
The Palace of Malia is situated at the eastern end of a fertile coastal plain, delimited on the north by the coastline of the Sea of Crete and on the south by the Selena mountain range. It is the third-largest Minoan palace (7500 m²) and lies around 45 km distant from the Palace of Knossos. The excavation of the palace was launched by Iosif Chatzidakis in 1915, following the chance find of bronze cauldrons and clay sarcophagi at the Azymos site. From 1920 to the present day, archaeological investigations have been undertaken by the French School at Athens in collaboration with the local Ephorate of Antiquities. Finds from the excavations are displayed in the Heraklion Archaeological Museum and the Archaeological Museum of Agios Nikolaos. The West Wing had long, narrow rooms for storing goods and staple commodities in pithoi (west part), opulent reception and banquet halls, ritual chambers and storerooms for valuable ritual equipment (east part). In the northwest section were the official palace apartments of the Minoan Hall, with polythyra, a propylon, a lightwell and a small lustral basin with revetment. On the east façade was a grand staircase (11 steps are preserved) to the upper floor. To the north, a raised room (Loggia) with a pillar in the entrance and four ascending steps is believed to have been used for rituals involving offerings at a stone altar. It communicated with a small treasury, which contained the sword with the gold-covered pommel and the stone axe in the shape of a leaping panther displayed in the Heraklion Archaeological Museum. To the south, a spacious hall with a collonaded veranda and benches communicated with the private shrine of the Pillar Crypt. At the northwest end of the court, wide steps were probably used as seating for spectators of events centred on the stone kernos (offering table) set into the floor. The East Wing (now roofed) contained a row of storerooms for pithoi of agricultural goods (food, olive oil), built benches and specially made channels and collectors in the floor, for spillage. The North Wing included storage rooms and workshops, as well as two spacious internal courts: the paved North Court, with an L-shaped peristyle, and the “Keep Court”, in front of a tall structure with solid walls. The latter was also accessible from the town via two entrances on the northeast and northwest, at the end of a paved road. The Old Palace was destroyed around 1700 BC by the great earthquake that struck all the Minoan palaces of the time. The rebuilding work started quickly, although fresh destruction (2nd half of the 16th c. BC) brought about architectural modifications, with clearer Knossian influences. This second palace, which is still preserved today, followed the same orientation as its predecessor but was larger and laid out in separate wings around the Central Court. The West, North and South Wings had a second floor with luxurious rooms and open verandas. The Central Court, with porticoes on the north and east sides, remained the core of the complex, hosting mass gatherings, official events and ceremonies which took place in the rooms of the West Wing and around the built ground altar for offerings, in the centre of the court. The palace was completely destroyed in 1450 BC and never reused. Only a small diagonal building, perhaps a cult space, was founded on the ruins of the North Court. However, the town continued to be inhabited – perhaps after a brief period of abandonment – and gradually recovered, remaining in contact with the flourishing Mycenaean centres of Knossos, Kydonia (Chania) and mainland Greece. It was definitively abandoned around 1250 BC, although a few finds of the Historical era and an Early Christian basilica (3rd c. AD) southwest of the palace indicate some limited habitation. The installations in the open space of the “Agora”, the independent urban shrines (Sanctuary of the Horns, Middle Minoan II shrine), the north cemetery and Quartier Mu, a few hundred metres north of the palace, all date from the same period (1900-1700 BC). In this district were excavated two large, luxurious, two-storey private houses, featuring ashlar masonry and the earliest examples of the Minoan Hall with polythyra and the lustral basin. Their many rooms hosted a wide range of domestic, cult, workshop, storage, commercial and bureaucratic activities, attesting to the prosperity of the inhabitants and the variety of industrial products (pottery, metalworking, stone carving, goldsmithing, seal engraving and weaving workshops) that were traded via the local and overseas commercial networks for the acquisition of raw materials and material wealth. This is borne out by the north necropolis of Chrysolakkos, where the famous “Bee Pendant” was found. The strategic location of the settlement, in immediate proximity to the sea and to the land communication networks between Central and East Crete, played a decisive part in its economic development and the commercial activity of its inhabitants through the ages. From as early as the Prepalatial period (3rd millennium BC), commercial contacts with the Cyclades and regions of the East Mediterranean led to the development of local workshops, the gradual accumulation of wealth and the formation of an early type of social stratification. During the period of the Old Palace, the spacious Central Court (measuring 48x23 m) was laid out with the large Pillared Hall at its north end, as was the paved West Court with its slightly raised processional ways. These open spaces were used for the celebration of communal festivals and ceremonies. Indications of more private forms of ritual are preserved under the later Minoan Hall of the West Wing. In a small complex of rooms with finely plastered floors were found swords with gold-covered hilts and pommels (including the Acrobat Sword) and a striking assemblage of Chamaizi Ware pottery (some bearing inscriptions in Cretan Hieroglyphic), associated with offerings of perfumed oils. The remains of storerooms and workshops are preserved at the northwest edge of the palace. The South Wing was divided in two by the paved corridor of the south entrance. The east side of the wing contained storerooms and workshops, while the west side was accessible from outside the palace and included workshops and a small shrine with an incurved altar. The eight circular aboveground structures (kouloures) in the southwest external corner, with a central pillar for supporting a domed roof, are thought to have been granaries. The first palatial complex was founded at the beginning of the 2nd millennium BC. According to the “traditional” dating, it was founded in 1900 BC, at the same time as the palaces of Knossos and Phaistos, while an alternative theory dates its origins to the monumental architecture of 2300-1900 BC. (EN)


Mália

-1900-02-29





Τρισδιάστατο μοντέλο




*Η εύρυθμη και αδιάλειπτη λειτουργία των διαδικτυακών διευθύνσεων των συλλογών (ψηφιακό αρχείο, καρτέλα τεκμηρίου στο αποθετήριο) είναι αποκλειστική ευθύνη των φορέων περιεχομένου.