Ο Νικόλαος Γύζης (1842-1901), ένας από τους κορυφαίους ζωγράφους του 19ου αιώνα, έζησε και δημιούργησε ανάμεσα σε δύο πατρίδες: την Ελλάδα που τον γέννησε και το Μόναχο που τον ανέδειξε. Η έκθεση αυτή αφηγείται τη ζωή και το έργο του μέσα από τα μονοπάτια που χάραξε η τέχνη του, από την ηθογραφία και το πορτρέτο μέχρι τις αλληγορικές του συνθέσεις, που καθόρισαν το πνεύμα της εποχής του.
Από την Τήνο στο Μόναχο: Το ταξίδι ενός δημιουργού
Γεννημένος στην Τήνο, ο Γύζης μετακόμισε το 1850 στην Αθήνα, όπου σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Από μικρός ξεχώρισε για το ταλέντο του, με αποτέλεσμα να λάβει υποτροφία και το 1865 να φύγει για το Μόναχο. Σπούδασε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών, δίπλα σε μεγάλους δασκάλους όπως ο Karl von Piloty, και γρήγορα εντάχθηκε στον κύκλο των σημαντικότερων Γερμανών καλλιτεχνών της εποχής.
Παρά τη μεγάλη του αγάπη για την Ελλάδα, η επιστροφή του το 1872 αποδείχθηκε σύντομη. Η έλλειψη υποστήριξης και η δύσκολη καλλιτεχνική πραγματικότητα τον οδήγησαν πίσω στο Μόναχο το 1874, όπου έμελλε να χτίσει μια λαμπρή καριέρα. Αναγνωρίστηκε διεθνώς, έλαβε διακρίσεις και το 1888 έγινε τακτικός καθηγητής στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου.
Η Ελλάδα μέσα στην τέχνη του
Αν και ζούσε στη Γερμανία, η Ελλάδα δεν έπαψε ποτέ να κυριαρχεί στη θεματολογία του. Οι αναμνήσεις από τη νησιωτική του καταγωγή, η ελληνική ιστορία, και το φως της Ανατολής που γνώρισε στα ταξίδια του το 1873, διαμόρφωσαν το έργο του. Στοιχεία οριενταλισμού εμπλουτίζουν την ηθογραφική του ματιά με έργα όπως Το «Κρυφό Σχολειό», μία από τις πιο εμβληματικές του συνθέσεις.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1880, ο Γύζης στράφηκε σε αλληγορικά θέματα, προαναγγέλλοντας το πνεύμα του Jugendstil. Σχεδίασε τη σημαία του Πανεπιστημίου Αθηνών, φιλοτέχνησε μνημειακές τοιχογραφίες, ενώ έργα όπως το «Πνεύμα της Τέχνης» και η «Αποθέωση της Βαυαρίας» επιβεβαίωσαν την εξέλιξή του σε έναν από τους κορυφαίους εκφραστές της εποχής του.
Ο νόστος του καλλιτέχνη
Τα τελευταία του χρόνια σημαδεύτηκαν από ασθένεια και βαθιά νοσταλγία. «Αν ήταν δυνατόν να ερχόμουν στην Ελλάδα, στην Κεφαλονιά, στην Τήνο, στα γλυκά αυτά μέρη…» έγραφε λίγο πριν το τέλος του, το 1901. Δεν γύρισε ποτέ. Η Ελλάδα, με τις κριτικές των έργων του, τον είχε πληγώσει βαθιά.
Η επιστολή του Γύζη προς ένα φίλο του τον Απρίλιο του 1900 εξηγεί την ιδεαλιστική του προσέγγιση στη «Δόξα» του Σολωμού. Ο ίδιος υπερασπίζεται το έργο του, τονίζοντας ότι η τέχνη του δεν αποτυπώνει απλώς λέξεις, αλλά το πνεύμα τους, και πως η έμπνευσή του προήλθε από την εικόνα μιας αυστηρής, δαιμονιώδους Δόξας που βαδίζει στη μαύρη ράχη των κατεστραμμένων Ψαρών.
"Είμαι βέβαιος ότι εξ όλων των εκατομμυρίων Ελλήνων, οίτινες γνωρίζουν τους στίχους του Σολωμού, ότι ουδείς ποτέ θα ημπορεί να αναδείξει ότι την εμπνεύσθην την Δόξαν όπως ο ίδιος, όπως είμαι βέβαιος ότι ο μεν θα την συλλογισθεί κοκκινομάγουλον, γλυκείαν, ο δε με μικρότερον ή μακρότερον βήμα.
Εμέ τον καλλιτέχνην ενέπνευσαν αυταί αι ολίγαι λέξεις του δαιμόνιου ποιητού, δαιμόνιαν δόξα, δόξαν αυστηράν, περπατώντας εις την ολόμαυρον ράχην του υψώματος των κατεστραμένων Ψαρών εν ώρα δείλης και αγρείας καταστροφής, κρατούσαν μεν τη γραφίδα και πλάκα επί της οποίας θα εγγράφει τα ονόματα των λαμπρών παλικαριών, αλλά ίνα κρατηθεί εις την έννοιαν του δαιμόνιου ποιητού, παριστά αυτήν μελετώσαν…
Δεν ζωγραφίζονται αι λέξεις, αλλά το πνεύμα αυτών. Αν και το έργον μου ποτέ δεν έγινεν όπως ακριβώς το αισθανόμουν και ποτέ δεν ήμουν ευτυχής, ουδέ ευχαριστημένος, ουχ ήττον την δόξαν των Ψαρών, οφείλω να το υπερασπισθώ, είναι πνευματικόν τέκνον και αν είναι χωλόν, δεν το ανέχομαι να μου το περιγελάσουν…"
Η σύνθεσή του ενσωματώνει τις ιδεαλιστικές επιρροές των Schiller και Hegel, καθώς και τα σύμβολα της Ελευθερίας, της Θρησκείας και της Δόξας, επιχειρώντας να αποδώσει το βαθύτερο νόημά τους μέσω της χρωματικής απεικόνισης.
Η έκθεση αυτή συγκεντρώνει ελαιογραφίες, σχέδια και προσχέδια, τοιχογραφίες και αναφορές στον καλλιτέχνη από διάσπαρτες συλλογές τέχνης, φωτίζοντας το έργο ενός δημιουργού που, αν και έζησε μακριά, δεν έπαψε ποτέ να εμπνέεται και να ζωγραφίζει την πατρίδα του.
Η θεματική έκθεση περιλαμβάνει τεκμήρια από τους εξής φορείς: