Η Μαρίκα Κοτοπούλη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1887, κυριολεκτικά πάνω στο σανίδι, αφού οι πόνοι της γέννας έπιασαν την μητέρα της ενώ έπαιζε σε μια παράσταση. Ο πατέρας ήταν και θιασάρχης, επικεφαλής του Δραματικού Θιάσου Πρόοδος και η ίδια εμφανίστηκε στη σκηνή βρέφος, σε περιοδεία των γονιών της στο έργο ''Ο αμαξάς των Άλπεων''.
Ο πρώτος ρόλος της Κοτοπούλη ήταν σε μια επιθεώρηση, σε ηλικία πέντε ετών, και συνέχισε να εμφανίζεται στο πλάι των γονιών της ως το 1901, σε διάφορα έργα, σε πολλές πόλεις της Ελλάδας, τη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη μαζί με τις δίδυμες αδεφές της, τη Φωτεινή Κοτοπούλη-Λούλη και τη Χρυσούλα Κοτοπούλη Μυράτ.
Το 1902 προσελήφθη στο Βασιλικό Θέατρο κι άρχισε να γίνεται γνωστή στο ευρύτερο κοινό. Το ντεμπούτο της στο Βασιλικό Θέατρο ήταν ο ρόλος του Πουκ στο Όνειρο θερινής νυκτός και συνέχισε με ανάλογες επιλογές από το κλασικό ρεπερτόριο, όπως Δωδεκάτη Νύχτα, Φάουστ και άλλα.
Το 1908 έγινε θιασάρχης απασχολώντας μάλιστα νεότερους συναδέλφους , όπως ο Δημήτρης Μυράτ. Το 1912 εγκαταστάθηκε στο θέατρο «Ομονοίας», το οποίο μετονομάστηκε σε «Μαρίκας Κοτοπούλη» και αργότερα στο «Ρεξ» της οδού Πανεπιστημίου, από όπου και παρουσίασε πλήθος έργων του κλασικού ρεπερτορίου στο ελληνικό κοινό.
Έκτοτε η Κοτοπούλη καθιερώθηκε ως η μεγάλη κυρία της ελληνικής σκηνής, μαζί με την Κυβέλη. Η κόντρα των δυο γυναικών υπήρξε παροιμιώδης και το κοινό ήταν για χρόνια διχασμένο στους «κοτοπουλικούς» και τους «κυβελικούς». Το καλοκαίρι του 1924, όταν ο Χαϊλέ Σελασιέ επισκέφθηκε ως αντιβασιλέας της Αιθιοπίας την Ελλάδα, η Κοτοπούλη και ο θίασός της επιλέχτηκαν για την παράσταση του Αγαμέμνονα που δόθηκε προς τιμήν του στο Ηρώδειο.
Στη μακρά καριέρα της, η Κοτοπούλη διακρίθηκε ως δραματουργός, όπως ως ‘Ηλέκτρα’ στην Ορέστεια, ως' ‘Μαργαρίτα’ (στο Φάουστ) του Γκαίτε, ως 'Ηλέκτρα' του Χόφμανσταλ. Ξεχωριστή, επίσης, ήταν η ερμηνεία της στη Στέλλα Βιολάντη του Ξενόπουλου.
Συνδέθηκε ερωτικά με διάφορους άντρες, καθώς και γυναίκες στα νιάτα της, ενώ ο πιο γνωστός ανάμεσά τους ήταν ο πολιτικός Ίων Δραγούμης, με τον οποίο δημιούργησε μια θυελλώδη και πρωτοποριακή για την εποχή σχέση, μετά τον χωρισμό του Δραγούμη με την Πηνελόπη Δέλτα. Ήταν εθισμένη στη μορφίνη, γεγονός που ανησυχούσε τον Ίωνα Δραγούμη, ο οποίος προσπαθούσε να την αποτρέψει από τη χρήση όσο ήταν μαζί της στην Αθήνα και ήταν γνωστή για τη χροιά της φωνής της, “ένα κράμα χρυσού και ασημιού”, όπως λεγόταν, καθώς και το γεγονός ότι έλεγε απίστευτες βωμολοχίες και έβριζε.
Ήταν βασιλικιά με πάθος, τόσο που το ´20, μετά την απόπειρα κατά του Βενιζέλου, οι βενιζελικοί της κατέστρεψαν το θέατρο στην Ομόνοια. Παρόλα αυτά στο θέατρό της έκρυβε κομμουνιστές στη διάρκεια του εμφυλίου και μεσολαβούσε στα ανάκτορα για να γυρίσουν πίσω συνάδελφοί της που ήταν στην εξορία.
To 1923 η Κοτοπούλη έλαβε το Αριστείον Γραμμάτων και Τεχνών, ενώ το 1939 τιμήθηκε για την προσφορά της από την Εταιρεία Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων. Η τελευταία της εμφάνιση πραγματοποιήθηκε το 1952, στην Ερμούπολη της Σύρου. Μινωτής, Παξινού, Χορν, Κουν, Μερκούρη, Λογοθετίδης, Λαμπέτη, Συνοδινού, τη θεωρούσαν δασκάλα τους και μέντορά τους. Και μέσα από αυτούς ο θρύλος της επέζησε μέχρι σήμερα, καθιερώνοντάς την στη συνείδηση ακόμα και των νεότερων γενεών ως τη μεγάλη θεατρίνα της Ελλάδας.
Πέθανε το 1954 και η κηδεία της σπουδαίας ηθοποιού έγινε δημοσία δαπάνη, ενώ πλήθος κόσμου συγκεντρώθηκε στη Μητρόπολη Αθηνών για την κηδεία της. Η ταφή της Μαρίκας Κοτοπούλη έγινε στον χώρο που προορίζεται η ταφή εξεχόντων ανδρών στο Α΄ Νεκροταφείο, η μοναδική γυναίκα που τάφηκε εκεί.
Στην προσωπογραφική αυτή έκθεση θα βρείτε φωτογραφίες, σκίτσα και πορτραίτα, αφιερώματα, προγράμματα θεατρικών παραστάσεων καθώς και παρτιτούρες.
Η θεματική έκθεση περιλαμβάνει τεκμήρια από τους εξής φορείς: