Η ιστορία της Βυζαντινής Μουσικής είναι στενά συνυφασμένη με το Βυζάντιο. Δημιουργήθηκε για λειτουργικούς λόγους και στηρίχθηκε στην ψαλτική τέχνη και υμνογραφία. Διαφέρει από την ευρωπαϊκή μεσαιωνική μουσική, επειδή εξυπηρετεί τις ανάγκες επένδυσης του λόγου με μουσική, ενώ στην ευρωπαϊκή παράδοση κυριαρχεί η μουσική που επενδύεται με λόγο. Χαρακτηριστικά της Βυζαντινής μουσικής, εκτός από τη μονοφωνική εκτέλεση, είναι το άριστο δέσιμο με λόγου και χειρονομία και η απουσία μουσικών οργάνων.
Βγαλμένη μέσα από το συγκινησιακό κλίμα της αρχαϊκής ανατολικής ποίησης, βασίζεται στο σύστημα των ήχων. Oι ήχοι βασίζονται στους αρχαίους ελληνικούς τρόπους. Ο Πυθαγόρας ήταν ο πρώτος που συνέδεσε τη μουσική με τα μαθηματικά και καινοτόμησε δημιουργώντας τους μουσικούς "ήχους" και τις κλίμακες, που είναι η βάση της οκτωήχου, του κέντρου δηλαδή της βυζαντινής μουσικής θεωρίας.
Οι Βυζαντινοί μελωδοί θεολογούν μουσικά και ψάλλουν θεολογικά- πιστεύουν στην αγγελική μετάδοση της έμπνευσης. Οι αρχές που διέπουν τη γλώσσα και την ρυθμοποιΐα της υμνογραφίας, η εφευρετικότητα της στιχοποιΐας, τα ποικίλα σχήματα λόγου και καλλιλογίας, οι πλούσιοι συμβολισμοί του βυζαντινού μέλους καταδεικνύουν το βάθος όχι μόνο της πίστης, αλλά και του λυρισμού και της εκφραστικότητας των δημιουργών της. Το Βυζαντινό Μέλος αναδεικνύει με τον μελωδικότερο τρόπο τoν μεταισθητικό, πνευματικό καi μυσταγωγικό χαρακτήρα των ύμνων.
Οι πρώτοι επώνυμοι υμνογράφοι και μελωδοί προήλθαν από τις μοναστικές κοινότητες - ο Ρωμανός ο Μελωδός, ο επονομαζόμενος Πίνδαρος της ρυθμικής ποίησης, ο Θεόδωρος Στουδίτης, ο Ανδρέας Κρήτης, που ήταν ο πρώτος εισηγητής του ποιητικού είδος του Κανόνα.
Τον 8ον αιώνα ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός διαμορφώνει το σύστημα της Αγκιστροειδούς Παρασημαντικής, μιας σχεδόν ιερογλυφικής γραφής, για την διευκόλυνση της απόδοσης και εκμάθησης της μουσικής. Οι τροποποιήσεις στο σύστημα του Δαμασκηνού συνεχίστηκαν τον 17ον αιώνα με τον Ιωάννη τον Τραπεζούντιο, Πρωτοψάλτη Οικουμενικού Πατριαρχείου, τον Πέτρο Λαμπαδάριο τον Πελοποννήσιο, ο οποίος υπήρξε ένας από τους κορυφαίους εκπροσώπους της μεταβυζαντινής παράδοσης, τον μαθητή του Γεώργιο Κρήτα, διάσημο μουσικό και υμνογράφο των αρχών του 19ου αιώνα, ο οποίος δίδασκε στη Κωνσταντινούπολη, την Χίο και την Κυδωνία και τον Μανουήλ Βυζάντιο, μαθητή του Ιακώβου του Πρωτοψάλτη και του Γεωργίου του Κρητός , ο οποίος διακρίθηκε για το σοβαρό εκκλησιαστικό του ύφος.
Ο Χρύσανθος εκ Μαδύτου, ο Γρηγόριος Λευΐτης και ο Χουρμούζιος ο Χαρτοφύλαξ ήταν αυτοί που προχώρησαν στην απαραίτητη μεταρρύθμιση της σημειογραφίας της ελληνικής εκκλησιαστικής μουσικής το 1814, δανειζόμενοι στοιχεία από την Ευρωπαϊκή μουσική, που ήταν κατά πολύ απλούστερη. Σκοπός τους ήταν η απλούστευση των βυζαντινών μουσικών συμβόλων, τα οποία, από τις αρχές του 19ου αιώνα, είχαν γίνει υπερβολικά σύνθετα και τεχνικά. Ταυτόχρονα συγκροτείται η Θεωρία της ψαλτικής τέχνης και καταγράφονται οι κανόνες σύνταξης και ορθογραφίας που βοηθούν στην εκμάθηση της Εκκλησιαστικής Βυζαντινής Μουσικής.
Το βυζαντινό μέλος, η “μουσική των αγγέλων” όπως έλεγε ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ενσωματώνει στοιχεία της αρχαίας ελληνικής μουσικής και τα μεταλαμπαδεύει στη λαϊκή μουσική όπως είναι το ρεμπέτικο.
“Πάνω σ’ αυτούς τους ρυθμούς χτίζεται το ρεμπέτικο τραγούδι, του οποίου παρατηρώντας τη μελωδική γραμμή διακρίνομε καθαρά την επίδραση ή καλύτερα την προέχταση του βυζαντινού μέλους.... Όλα φανερώνουν την πηγή, που δεν είναι άλλη από την αυστηρή και απέρριτη εκκλησιαστική υμνωδία.” Μάνος Χατζιδάκις
Η Βυζαντινή Μουσική ενσωματώθηκε πρόσφατα στον Αντιπροσωπευτικό Κατάλογο της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας της UNESCO ως μια ζωντανή τέχνη με πάνω από δέκα αιώνες παρουσίας.