Ας δημιουργήσουμε το πεπρωμένο
Ας θυμήσουμε στο άπειρο το ρυθμό του θράσους
Ας ξαναδώσουμε έρεισμα στο ένστικτο και ζωή στη ζωή, (Νικόλαος Κάλας- Ο Χορός των Διασωθέντων)
Ο Ευρωπαϊκός Σουρεαλισμός
Οι νέοι που τραυματίστηκαν, σωματικά και ψυχικά, στα χαρακώματα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου επέστρεψαν με διάθεση να κατεδαφίσουν τον παλιό κόσμο, τον οποίο θεωρούσαν υπεύθυνο για το αδιανόητο σφαγείο που βίωσαν. Αμφισβήτησαν τα πάντα: πολιτική, θρησκεία, επιστήμες, ακόμα και τη Λογική, η οποία «γεννά τέρατα».
Έτσι, γύρω στο 1916, γεννήθηκε το Νταντά, ένα εικαστικό κίνημα που προκάλεσε τις αισθητικές νόρμες και ανέτρεψε τα προηγούμενα καλλιτεχνικά δόγματα. Οι πρωτεργάτες του, όπως ο Φράνσις Πικαμπιά, ο Τριστάν Τζαρά και ο Ραούλ Χάουσμαν, συγκέντρωσαν γύρω τους ριζοσπάστες καλλιτέχνες (ή «αντικαλλιτέχνες» όπως αυτοαποκαλούνταν) στη Ζυρίχη, το Παρίσι, το Βερολίνο, τη Νέα Υόρκη και αλλού. Τα έργα τους —ποιητικά, ζωγραφικά και μουσικά— προκάλεσαν αίσθηση και άφησαν ανεξίτηλο σημάδι στην τέχνη. Παρότι το Νταντά έσβησε γύρω στο 1924, άνοιξε τον δρόμο για τη γέννηση του Υπερρεαλισμού ή Σουρεαλισμού (από τις γαλλικές λέξεις surκαι réalisme).
Ο Αντρέ Μπρετόν, ιδρυτής του Σουρεαλισμού, δήλωσε πως το κίνημα στόχευε στην αναθεώρηση της πραγματικότητας και του κόσμου. ΌΌπως χαρακτηριστικά είχε γράψει
«ο Σουρεαλισμός δεν είναι μορφή της ποίησης! Είναι μια κραυγή του πνεύματος που ξαναγυρίζει στον εαυτό του με την απεγνωσμένη απόφαση να σπάσει τις αλυσίδες του! Και στην ανάγκη με υλικά σφυριά!»
Πολλοί ντανταϊστές, όπως ο Μαν Ραίη, ο Μαξ Έρνστ και ο Χανς Άρπ, εντάχθηκαν στον Υπερρεαλισμό, συμμεριζόμενοι τη ριζική απόρριψη των αστικών συμβάσεων στην κοινωνία και την τέχνη. Ωστόσο, εδώ συναντάμε μια σημαντική διαφορά: ο Υπερρεαλισμός αγκάλιασε την απελευθέρωση από τον έλεγχο της λογικής, προωθώντας την αυτόματη και συνειρμική σκέψη, βασισμένη στον κόσμο των ονείρων και στις θεωρίες του Σίγκμουντ Φρόυντ, ο οποίος είχε μεγάλη απήχηση στους κόλπους του κινήματος.
Οι ριζοσπαστικές ιδέες του Υπερρεαλισμού απορρέουν από τη βαθιά κρίση του Δυτικού Πολιτισμού, όπως την περιέγραψε ο Φρόυντ στο έργο του Ο Πολιτισμός Πηγή Δυστυχίας, καθώς και από την τραυματική εμπειρία του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και την Ισπανική Γρίπη του 1918. Αυτά τα γεγονότα υπονόμευσαν την πίστη στο δυτικό ηθικό οικοδόμημα και στον ακαδημαϊσμό της τέχνης, μια εύλογη αντίδραση για μια γενιά που είδε τα πάντα να καταρρέουν σε λίγα χρόνια.
Με βάση το Παρίσι, o Σουρεαλισμός εξαπλώθηκε σε Ευρώπη και Αμερική, επηρεάζοντας τη ζωγραφική, τη γλυπτική, τη λογοτεχνία και το θέατρο. Ακμάζοντας στις δεκαετίες του 1920-30, άρχισε να παρακμάζει μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ο Υπερρεαλισμός στην Ελλάδα
Ο Υπερρεαλισμός ή Σουρεαλισμός έφτασε στην Ελλάδα με μικρή καθυστέρηση λόγω των συνεχών πολέμων. Το 1937, ο Νίκος Καλαμάρης διευκρίνισε ότι η ορθή απόδοση του όρου Surrealisme είναι «Υπερρεαλισμός»—μια επιλογή που υιοθέτησαν από την αρχή οι υποστηρικτές του κινήματος, σε αντίθεση με τους επικριτές του, οι οποίοι προτιμούσαν τον όρο «Σουρεαλισμός». Η λέξη σουρεαλισμός και σουρεαλιστικός είναι, μέχρι και σήμερα, συνώνυμα του παράλογος ή τρελός και χρησιμοποιείται συχνά με αρνητική σημασία.
Ως ρεύμα επηρέασε πολύ τους καλλιτέχνες και λογοτέχνες του Μεσοπολέμου, με τους Έλληνες υπερρεαλιστές ποιητές να έχουν ως πρότυπο το στυλ γραφής των Ευρωπαίων σουρεαλιστών και κυρίως των Γάλλων, με παραδείγματα όπως ο Πολ Ελυάρ, ο Λουί Αραγκόν, ο Ρενέ Κρεβέλ, ο Ροζέ Βιτράκ, Μπενζαμίν Περέ κ. ά. Συχνά ο ελληνικός υπερρεαλισμός συγχέεται με τη Γενιά του ’30 παρότι δεν ακολούθησαν όλοι οι λογοτέχνες, ποιητές και εικαστικοί της γενιάς αυτής το υπερρεαλιστικό ύφος.
Ως πρώιμο σουρεαλιστικό δείγμα θεωρείται η ποιητική συλλογή Στου γλυτωμού το χάζι του Θεόδωρου Ντόρρου που κυκλοφόρησε στο Παρίσι το 1930 και την επόμενη χρονιά η συλλογή Στροφή του Γιώργου Σεφέρη με αρκετές υπερρεαλιστικές επιρροές. Σταθμός ωστόσο στην ελληνική ποίηση θεωρείται η ποιητική συλλογή Υψικάμινος του Ανδρέα Εμπειρίκου που κυκλοφόρησε το 1935. Θεωρείται η πρώτη ελληνική σουρεαλιστική συλλογή ποιημάτων, βαθιά επηρεασμένη από την αυτόματη γραφή, τη θεωρία του υποσυνειδήτου (ο Εμπειρίκος ήταν και ο ίδιος ψυχαναλυτής) και την αντισυμβατικότητα στη γλώσσα με στοιχεία από την καθαρεύουσα και τη δημοτική. Η συλλογή αυτή προκάλεσε αίσθηση, με αρνητικές και θετικές κριτικές, όμως παρ’όλα αυτά άνοιξε το δρόμο για τον Υπερρεαλισμό στην ελληνική ποίηση.
Μια εξέχουσα μορφή της ελληνικής ποίησης και μέλος της υπερρεαλιστικής ομάδας του Παρισιού ήταν ο Νικόλαος Κάλας (Καλαμάρης) ο οποίος γνώρισε από κοντά σπουδαίες προσωπικότητες του κινήματος μιας και έζησε στο Παρίσι αρκετά χρόνια. Ο ίδιος ο Μπρετόν τον χαρακτήρισε ως ένα από τα «πιο φωτεινά και τολμηρά μυαλά της εποχής του». Ήταν μια γοητευτική προσωπικότητα με έντονες πνευματικές αναζητήσεις χωρίς εικαστικούς και ιδεολογικούς δογματισμούς.
Λίγα χρόνια μετά την Υψικάμινο, ο ποιητής και ζωγράφος Νίκος Εγγονόπουλος δημοσιεύει την ποιητική του συλλογή Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν (1938), με την οποία εντάσσεται στο κίνημα του Υπερρεαλισμού. Αξίζει να τονιστεί ότι ο Εγγονόπουλος είναι ο μοναδικός εκπρόσωπος του υπερρεαλιστικού κινήματος στην ελληνική ζωγραφική, επιχειρώντας τη σύνδεση του υπερρεαλισμού με την ελληνική παράδοση. Οι τρεις αυτοί ποιητές (Εμπειρίκος, Κάλας και Εγγονόπουλος) γνωρίζονταν από τους εικαστικούς κύκλους και είχαν και προσωπική σχέση. Έτσι, το 1939, ο Εμπειρίκος οργάνωσε την πρώτη ατομική έκθεση ζωγραφικής του Εγγονόπουλου στο σπίτι του Κάλα.
Το υπερρεαλιστικό κίνημα δεν είχε ωστόσο μόνο άνδρες εκπροσώπους αλλά και γυναικεία παρουσία με ξεχωριστή περίπτωση τη Μάτση Χατζηλαζάρου η οποία υπήρξε σύζυγος του Ανδρέα Εμπειρίκου. Η Χατζηλαζάρου συνδέθηκε με τον Εμπειρίκο και σε πνευματικό επίπεδο με τη σχέση τους να γεννά όμορφα ποιήματα στο πλαίσιο μιας διαδραστικής καλλιτεχνικής δημιουργίας. Η ποίησή της είναι συνειρμική στην οποία η Μάτση συχνά καταργεί τη σύνταξη και τη γραμματική (για παράδειγμα στην ποιητική συλλογή Αντίστροφη Αφιέρωση). Οι δύο αυτοί ποιητές έχουν πολλά κοινά στοιχεία που τους εντάσσουν στο ίδιο κίνημα. Αργότερα η Χατζηλαζάρου συνδέθηκε με τον υπερρεαλιστή ποιητή Ανδρέα Καμπά, έναν εξίσου σπουδαίο ποιητή που έζησε κυρίως στο Παρίσι και το Λονδίνο.
Η εξέλιξη του Υπερρεαλισμού στα μεταπολεμικά χρόνια
Ο ελληνικός υπερρεαλισμός (ειδικά στα μεταπολεμικά χρόνια) είναι αρκετά συγκεχυμένος με την έννοια ότι αρκετοί ποιητές μπορεί να είχαν στοιχεία σουρεαλισμού στην έκφραση (αυτόματη γραφή, κυριαρχία του ασυνειδήτου και του ονείρου κτλ.) αλλά δεν ανήκαν αυστηρά σε αυτό το κίνημα. Για παράδειγμα, ο Έκτωρ Κακναβάτος που η ποίησή του έχει μια σφοδρότητα και μια ηχητική διάσταση ή ο γιατρός και ποιητής Δημήτρης Παπαδίτσας ο οποίος χαρακτηρίζεται ως νεοϋπερρεαλιστής με πολλές επιρροές από τον Γαλλικό Σουρεαλισμό.
Κορυφαίο παράδειγμα ποιητή που δεν κατατάσσεται συγκεκριμένα σε κάποιο κίνημα ήταν ο Οδυσσέας Ελύτης που το έργο του έχει συνδεθεί με το κίνημα του Υπερρεαλισμού αν και ο Ελύτης πήρε νωρίς αποστάσεις από τον «ορθόδοξο» υπερρεαλισμό που ακολούθησαν σύγχρονοί του ποιητές, όπως ο Α. Εμπειρίκος, Ν. Εγγονόπουλος και Ν. Κάλας. Διαμόρφωσε ένα δικό του τρόπο έκφρασης, αναμορφώνοντας τη γλωσσική έκφραση και συνδυάζοντας τη λυρικότητα με τη λαϊκή παράδοση. Ο Ελύτης ακροβατούσε ανάμεσα στη Γενιά του ’30 και στη μεταπολεμική γενιά ποιητών που υιοθέτησαν πολλά και διαφορετικά στοιχεία γραφής.
Στα πρώτα χρόνια μετά τον πόλεμο αναδείχθηκε μια γενιά ποιητών που είχαν αφομοιώσει και ξεπεράσει τον υπερρεαλιστικό τρόπο γραφής και είχαν προσθέσει κι άλλες επιρροές στην έκφρασή τους. Πέρα από τον Ελύτη, ο Μίλτος Σαχτούρης ξέφυγε από τα στενά σουρεαλιστικά όρια υιοθετώντας ένα πιο συμβολικό ύφος καθώς κι ο Νίκος Γκάτσος που στην ποιητική του συλλογή Αμοργός (1943) έφτασε στο απόγειο της υπερρεαλιστικής του έκφρασης με τα επόμενα έργα του να κινούνται σε άλλο ύφος. Η ποιήτρια και ηθοποιός Μαντώ Αραβαντινού υιοθέτησε τα πρώτα χρόνια το υπερρεαλιστικό ύφος με αυτό να εξελίσσεται σε ποιήματα με επιρροές από τον Καβάφη, τον Τζέιμς Τζόυς και άλλους.
Το κίνημα του Σουρεαλισμού ξεκίνησε από μια ομάδα νέων ανθρώπων στη Δυτική Ευρώπη που είδαν τον παλιό κόσμο να συνθλίβεται στα χαρακώματα του Μεγάλου Πολέμου. Σύντομα είχε επεκταθεί σε πολλές χώρες με αξιόλογους εκπροσώπους. Η κοινωνικοπολιτική και εικαστική αμφισβήτηση μέσα από το έργο τους, οδήγησε σε ένα κίνημα τόσο επιδραστικό που είναι ακόμα ζωντανό στην τέχνη και τη λογοτεχνία του 21ου αιώνα.
Η Έκθεση
Η Έκθεση αυτή εστιάζει στους εκπροσώπους του ελληνικού Υπερρεαλισμού στην ποίηση που με το έργο τους έδωσαν νέα πνοή στα ελληνικά γράμματα. Οι δώδεκα αυτοί ποιητές ακολούθησαν τα βήματα των Γάλλων και λοιπών Ευρωπαίων συναδέλφων τους εισάγοντας έναν πρωτοπόρο τρόπο γραφής που οδήγησε την ελληνική ποίηση σε νέα πιο μοντέρνα μονοπάτια.