Σχολή του Μονάχου ονομάζεται το εικαστικό ρεύμα του 19ου αιώνα που εκπροσωπείται από καλλιτέχνες που μαθήτευσαν στη Βασιλική Ακαδημία Τεχνών του Μονάχου, ένα από τα πιο σημαντικά καλλιτεχνικά ιδρύματα της εποχής με σπουδαστές από όλη την Ευρώπη. Στο ελληνικό έδαφος, η Σχολή του Μονάχου σηματοδοτεί την αφετηρία της νεοελληνικής τέχνης και συμπίπτει χρονικά με τις απαρχές της νεότερης ελληνικής ιστορίας.
Η ιστορική περίοδος που έρχονται στο προσκήνιο οι καλλιτέχνες της Σχολής του Μονάχου σφραγίζεται από τους αγώνες του Καποδίστρια, την εξέγερση του 1843 και την απόλυτη μοναρχία του Όθωνα. Η αναγόρευση του Όθωνα Α’ σε Βασιλέα της Ελλάδας (1832), επηρέασε εκτός από τις πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες και το εικαστικό γίγνεσθαι της νεαρής πρωτεύουσας.
Σε αυτή την ιστορική συγκυρία,
«η τέχνη καλείται να συμπράξει στη διαμόρφωση της νέας κοινωνίας ως καταλυτική μορφοποιητική δύναμη, ξαναβρίσκοντας την πρωτογενή της λειτουργία» (Λαμπράκη-Πλάκα, 2013).
Η θρησκευτική ζωγραφική, η «ιταλίζουσα» τέχνη των Επτανήσων και η λαϊκή τέχνη των προηγούμενων αιώνων δεν εκπληρώνουν το ιδεολογικό όραμα του νεοσύστατου βασιλείου, που αναζητά την ταυτότητα του και τη βρίσκει στη σύνδεση με το ένδοξο αρχαιοελληνικό παρελθόν. Σε αυτό το πλάισιο, οι Έλληνες ζωγράφοι θα αναζητήσουν την εικαστική τους ταυτότητα στα προηγμένα καλλιτεχνικά κέντρα της Ευρώπης και κυρίως στο Μόναχο.
Με παρότρυνση του Όθωνα πολλοί Έλληνες καλλιτέχνες λαμβάνουν υποτροφίες για σπουδές στην Βασιλική Ακαδημία Τεχνών του Μονάχου. Εκεί, ο Λουδοβίκος Α’, πατέρας του Όθωνα, οπαδός του κλασικισμού και λάτρης της αρχαιας ελληνικής τέχνης, είχε διαμορφώσει μια «Αθήνα στις όχθες του Ίσαρ». Στο σπουδαίο πνευματικό και καλλιτεχνικό κέντρο οι Έλληνες ζωγράφοι ανακαλύπτουν εκ νέου την Ελλάδα, από τη βαυαρική σκοπιά, ως την πατρίδα όραμα και μεγαλείο.
Παράλληλα, Βαυαροί καλλιτέχνες παροτρύνονται να επισκεφθούν την Αθήνα για να εμπνευστούν και να δημιουργήσουν σχετικά έργα. Ανάμεσα στα πρόσωπα της Έκθεσης είναι ο Πέτερ Φον Ες, δάσκαλος στην Βαυαρική Ακαδημία, που ανέλαβε να εικονογραφήσει, κατ’ εντολή του Λουδοβίκου Α’, ήρωες και γεγονότα της Ελληνικής Επανάστασης. Για τον σκοπό αυτό, συνόδευσε τον Όθωνα στη Ελλάδα, για να γνωρίσει τους τόπους όπου διαδραματίστηκαν τα ηρωικά γεγονότα του 1821.
Με την αποχώρηση του Όθωνα το 1862, καταργείται η βαυαροκρατία σε πολιτειακό επίπεδο και ταυτόχρονα εγκαθίσταται στην νεοελληνική τέχνη καθώς επιστρέφουν στη χώρα οι πρώτοι Έλληνες ζωγράφοι που εγκολπώθηκαν στα ιδεωδή της Βαυαρικής Ακαδημίας για να διδάξουν στο νεοσύστατο Σχολείο των Τεχνών.
Είναι αλήθεια ότι η βαυαρική επιρροή διαμόρφωσε τόσο την τεχνοτροπία (η εικαστική γλώσσα των καλλιτεχνών του Μονάχου επικράτησε με την ονομασία «ακαδημαϊκός ρεαλισμός») όσο και τις θεματικές επιλογές των δημιουργών. Αρχικά, κυριαρχούν η ιστορική ζωγραφική, με αναπαραστάσεις μαχών της Επανάστασης και ηρωικών κατορθωμάτων και η προσωπογραφία.
Σταδιακά προστίθενται κι άλλες κατηγορίες όπως η ηθογραφία που απεικονίζει τη ζωή πρωτίστως στην ύπαιθρο αλλά και στα αστικά κέντρα και η τοπιογραφία. Οι εκπρόσωποι της Σχολής του Μονάχου είναι βιρτουόζοι στη χρήση του χρώματος και τα έργα τους διακρίνονται για την αφηγηματικότητα και τη σχεδιαστική τους αρτιότητα. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στη λεπτομερή απεικόνιση αρχιτεκτονημάτων, ενδυμασίας και αντικειμένων.
Είναι φανερό, ωστόσο, ότι η ροπή της Σχολής προς την αναπαράσταση της ιστορίας και την προσωπογραφία, δεν περιόρισε τις θεματικές επιλογές των σπουδαστών ούτε ανέστειλε τη δημιουργία προσωπικού ύφους. Πολλοί είναι οι καλλιτέχνες που απομακρύνονται από το ακαδημαϊκό πνεύμα του Μονάχου και επηρεάζονται από άλλα ευρωπαϊκά καλλιτεχνικά κέντρα, υιοθετώντας διαφορετικές τεχνικές και ερχόμενοι σε επαφή με νέες τάσεις.
Πρόδρομος και θεμελιωτής της Σχολής του Μονάχου είναι ο Θεόδωρος Βρυζάκης, ο πρώτος έλληνας σπουδαστής στη Βαυαρική Ακαδημία (γίνεται δεκτός το 1844) και κυριότερος εκπρόσωπος της ιστορικής ζωγραφικής. Αντλεί τα θέματα των έργων του από τον κύκλο της ελληνικής επανάστασης και συχνά δανείζεται συνθετικά σχήματα από ξένους καλλιτέχνες, τα οποία παραλάσσει και αποτυπώνει με εξαιρετική εκλέπτυνση. Λόγω της θεματολογίας τους, πολλά έργα του Βρυζάκη γνώρισαν αναπαραγωγές (λιθογραφίες κ.α.), στοιχείο που ενίσχυσε τη δημοφιλία τους.
Το 1860, μεταβαίνει στη βαυαρική πρωτεύουσα ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της Σχολής του Μονάχου και πρωτοπόρος στη διαμόρφωση της διδασκαλίας των Καλών Τεχνών στην Ελλάδα, ο Νικηφόρος Λύτρας. Μαθητής του Καρλ φον Πιλότυ, με την επιστροφή του στην Αθήνα διορίστηκε καθηγητής στην έδρα της ζωγραφικής στο Σχολείο των Τεχνών, όπου διδάσκει για 38 ολόκληρα χρόνια, ασκώντας καθοριστική επίδραση στα εικαστικά δρώμενα του νεοσύστατου κράτους. Κοντά του μαθήτευσαν σπουδαίοι ζωγράφοι όπως ο Γεώργιος Ιακωβίδης, ο Πολυχρόνης Λεμπέσης, ο Περικλής Πανταζής, ο Γεώργιος Ροϊλός και ο Νικόλαος Βώκος. Η ζωγραφική του Λύτρα είναι επικεντρωμένη στην ηθογραφία και στον ίδιο αποδίδονται κάποιες από τις πιο αξιόλογες προσωπογραφίες της ελληνικής τέχνης με το έργο του να επεκτείνεται και σε άλλες θεματικές όπως οι ιστορικές και μυθολογικές σκηνές. Μολονότι παραμένει μέχρι το τέλος προσηλωμένος στη γραμμή της Σχολής του Μονάχου προτρέπει του μαθητές του στον πειραματισμό.
Στενός φίλος του Νικηφόρου Λύτρα κι ένας από τους πιο σημαντικούς Έλληνες ζωγράφους του 19ου αιώνα, ο Νικόλαος Γύζης, έπειτα από σπουδές στο Σχολείο των Τεχνών έλαβε υποτροφία για την Ακαδημία του Μονάχου όπου μετέβη το 1865. Κι εκείνος μαθήτευσε κοντά στον Πιλότυ. Μετά από σύντομη επιστροφή στην Αθήνα, επανήλθε στο Μόναχο και το 1888 εκλέχθηκε καθηγητής στη Βαυαρική Ακαδημία της πόλης στην οποία παρέμεινε έως το τέλος της ζωής του. Φιλοτέχνησε έργα σπάνιας επιδεξιότητας μέσα στα όρια του ιστορικού ρεαλισμού και της ηθογραφίας. Στην ύστερη δημιουργική του περίοδο πραγματοποίησε άλμα προς την αλληγορία και τον συμβολισμό.
Ο μαθητής του Νικηφόρου Λύτρα και του Λεωνίδα Δρόση στο Σχολείο των Τεχνών, Γεώργιος Ιακωβίδης έλαβε υποτροφία από το ελληνικό κράτος και αναχώρησε για το Μόναχο το 1877 οπότε και εγγράφεται στη Βαυαρική Ακαδημία. Αργότερα, ίδρυσε στο Μοναχο τη δική του σχολή και το 1900 επέστρεψε στην Ελλάδα καθώς διορίστηκε πρώτος έφορος της νεοιδρυθείσας Εθνικής Πινακοθήκης. Στα χρόνια της διαμονής του στο Μόναχο στα έργα του κυριαρχούν οι ηθογραφικές σκηνές που αποτυπώνουν την καθημερινή ζωή των Βαυαρών. Διακρίθηκε ως ζωγράφος παιδικών σκηνών, προσωπογραφίας και ανθογραφίας.
Ακόμη ένα μέλος της «ομάδας του Μονάχου» είναι ο Κωνσταντίνος Βολανάκης, ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ζωγράφους του 19ου αιώνα. Ο Βολανάκης μετέβη στο Μόναχο το 1860. Επίσης μαθητής του Πιλότυ, φιλοτέχνησε κυρίως θαλασσογραφίες, αναπαριστώντας ιστορικά γεγονότα που διαδραματίστηκαν στη θάλασσα.
Το 1865 γράφτηκαν στην Ακαδημία, εκτός από τον Γύζη, οι Ιωάννης Δούκας, Ιωάννης Ζαχαρίας, και Γεώργιος Βιτάλης, το 1866 ο Ιωάννης Βιτσάρης, το 1871 ξεκίνησε τη φοίτηση του ο Περικλής Πανταζής και το 1875 ο Πολυχρόνης Λεμπέσης. Το 1880 εισήχθησαν στην Βασιλική Ακαδημία πολλοί καλλιτέχνες: Συμεών Σαββίδης, Κωνσταντίνος Πανώριος, Εμμανουήλ Λαμπάκης, Αλέξανδρος Φιλαδελφέας, Γεώργιος Χατζόπουλος, Νικόλαος Βώκος, Ευάγγελος Ιωαννίδης, Δημήτριος Γεωργαντάς και Γεώργιος Ροϊλός.
Κατά την τελευταία δεκαετία του αιώνα φοίτησαν στη Σχολή οι Νικόλαος Φερεκείδης, Εμμανουήλ Ζαΐρης, Στέλιος Μηλιάδης, Φρίξος Αριστεύς (όπως ο δάσκαλος του, Νικόλαος Γύζης επηρεάστηκε από τον συμβολισμό), Δημήτριος Γερανιώτης, Θωμάς Θωμόπουλος, Αριστείδης Λάιος. Πολλοί απο τους παραπάνω απομακρύνονται από το ύφος της Σχολής και επηρεάζονται από άλλα καλλιτεχνικά ρεύματα.
Οι καλλιτέχνες που πέρασαν από τη Σχολή του Μονάχου στις αρχές του 20ου αιώνα, πολύ γρήγορα απέρριψαν τον ακαδημαϊσμό και υποστήριξαν νέες τάσεις. Ανάμεσα τους είναι οι Νικόλαος Λύτρας, Σπυρίδων Βικάτος, Έκτωρ Δούκας, Ουμβέρτος Αργυρός, Νικόλαος Οθωναίος, Γεώργιος Μπουζιάνης και Θεόφραστος Τριανταφυλλίδης.
«Γιατί παραγνωρίζεται ότι χωρίς την ουσιαστική καλλιτεχνική παιδεία που ολοκληρώθηκε στο Μόναχο η ελληνική τέχνη δεν θα είχε τη δυνατότητα να προχωρήσει όσο γρήγορα προχώρησε στην επικράτηση νέων τύπων. Δεν θα είχε την ευκαιρία να γνωρίσει και να αξιοποιήσει θεματικές και στυλιστικές κατευθύνσεις που έδιναν τον τόνο στον ευρωπαικό χώρο. Δεν θα είχε ούτε καν την τεχνική βάση για να επιχειρήσει σημαντικές νέες προσπάθειες, ούτε καν να στραφεί με μεγαλύτερη ασφάλεια και προς άλλα καλλιτεχνικά κεντρα όπως το Παρίσι αργότερα» (Χρήστου, 1992).
Η παραπάνω θετική αποτίμηση της συμβολής της Σχολής του Μονάχου στην εξέλιξη της νεοελληνικής τέχνης αποτυπώνει τη «μία πλευρά της ιστορίας» καθώς η αξιολόγηση της επίδρασης του Μονάχου στην πορεία της νεοελληνικής τέχνης χαρακτηρίζεται από διάσταση απόψεων.
Φαίνεται πως μια σειρά από λογοτέχνες, ποιητές, ζωγράφους και ιστορικούς τέχνης προτιμούσαν ένα άλλο ξεκίνημα της νεοελληνικής τέχνης και η Σχολή του Μονάχου έχει συχνά κατηγορηθεί ως φορέας και μεταδότης ενός άγονου ακαδημαικού συντηρητισμού που επέδρασε αρνητικά στην πορεία της ελληνικής τέχνης. Πολλοί είναι εκείνοι που θεωρούσαν ότι η ελληνική τέχνη έπρεπε να φωτιστεί από την παρισινή πρωτοπορία. Άλλοι επικριτές της Σχολής διατείνονταν υπέρ μιας «αμιγούς» ελληνικής τέχνης βασισμένης στη μεταβυζαντινή και λαϊκή παράδοση.
Πάντως, όπως εύστοχα επισημαίνει η Λαμπράκη-Πλάκα (2013):
« .. τελικά ο χαρακτήρας και η ποιότητα της καλλιτεχνικής δημιουργίας δεν ορίζονται από τα κέντρα που τη φωτίζουν αλλά από τον ορίζοντα προσδοκίας του κοινού στο οποίο απευθύνεται. Και είναι αυτονόητο: κάθε μορφή νεωτερισμού και επανάστασης στην τέχνη προϋποθέτει μακρά καλλιτεχνική παράδοση και μια κοινωνική ομάδα έστω και ολιγάριθμη, που θα τη δεχτεί και θα τη στηρίξει. Οι προϋποθέσεις αυτές απουσίαζαν δραματικά από το νεαρό βασίλειο. Θα χρειαστεί να διανύσει περισσότερο από μισό αιώνα ελεύθερου βίου για να δημιουργηθούν οι ιστορικοί και κοινωνικοί όροι μιας καλλιτεχνικής ανανέωσης».
Η Έκθεση αναδεικνύει το έργο των Ελλήνων καλλιτεχνών που σπούδασαν στη Βασιλική Ακαδημία Τεχνών του Μονάχου, εστιάζοντας σε εικοσιπέντε ζωγράφους που μαθήτευσαν στο Μόναχο κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Μας συστήνει τους πρώτους δημιουργούς του Νέου Ελληνικού Κράτους, τα έργα των οποίων εικονογραφούν τα πρώτα κεφάλαια της νεοελληνικής τέχνης και αντικατοπτρίζουν τη διαδικασία διαμόρφωσης της νεοελληνικής ταυτότητας και των εικαστικών προσανατολισμών της εποχής, χαράσσοντας ποικίλες διαδρομές: από τον ακαδημαικό ρεαλισμό, την ιστορική ζωγραφική, την ηθογραφία, την προσωπογραφία και την τοπιογραφία έως τον ιμπρεσσιονισμό, τον εξπρεσιονισμό, τον συμβολισμό και το Jugendstil.
Μάθετε περισσότερα :