Αναρχία, Μελισσάνθη (Φλεγόμενη Βάτος, 1935)
Πρόβατο απολωλός ξέφυγα απ’ το κοπάδι
κόβοντας της σκλαβιάς μου το κοντό σκοινί
Δεν θέλω, εγώ, να βόσκω στο παχύ λιβάδι
που την αγέλην οδηγεί απειλής φωνήΔεν θέλω να γυρίζω στο μαντρί το βράδυ
– να μαι ο τροχός όπου γυρνάει τη μηχανή –
κι ας με παραμονεύει ο λύκος στο σκοτάδι
λίγο πιο πέρα, ας χάσκουν του άγνωστου οι γκρεμνοί.Σκλάβος δεν θέλω να’ μαι του πιο ωραίου βασιλείου
κι αν μου δοθεί και το άρμα να οδηγήσω του ήλιου
δεν θ’ ανατείλω δύο φορές στον ουρανόΠαρά ανυπόταχτος θα φέρομαι κομήτης
μες στο άπειρο το διάστημα, κακός προφήτης
πολέμους και καταστροφές θα προμηνώ.
Αισθαντική, έμφυλη, ενδοσκοπική, άλλοτε περιθωριοποιημένη κι άλλοτε χειραφετητική, η γυναικεία ποίηση στην Ελλάδα έχει μια ιστορία 26 αιώνων. Η πρώτη και πιο γνωστή ποιήτρια του Αρχαίου κόσμου, η Σαπφώ, αποτέλεσε διαχρονικό σημείο αναφοράς για τις Ελληνίδες ποιήτριες. Με εξαίρεση την Κασσιανή, μία από τις ελάχιστες υμνογράφους και ποιήτριες του μεσαίωνα, η γυναικεία ποιητική γραφή ξαναεμφανίζεται στην μετεπαναστατική Ελλάδα.
Στον ανδροκρατούμενο λογοτεχνικό κόσμο του 19ου αιώνα, δημοσιεύεται το πρώτο γυναικείο ποιητικό βιβλίο, της Xανιώτισσας Αντωνούσας Καμπουράκη, στην Ερμούπολη της Σύρου το 1840.
Τις επόμενες δεκαετίες, καθώς ο αριθμός των πολυμαθών, λόγιων γυναικών, γόνων ευκατάστατων οικογενειών του Φαναριού, της Σμύρνης και της Αθήνας αυξάνεται, πληθαίνει και η εκδοτική δραστηριότητα των γυναικών. Η Ευφροσύνη Σαμαρτζίδου, εμπνευσμένη από τις αρχές του Διαφωτισμού και εκδότρια του γυναικείου περιοδικού Κυψέλη, δημοσιεύει ποιήματα σε καθαρεύουσα.
Η όλο και πιο διαδεδομένη εργασία των γυναικών ως δασκάλες, αν και ενταγμένη στα έμφυλα στερεότυπα, τους επιτρέπει να ασχολούνται με την ποίηση χωρίς να προκαλούν αντιδράσειςστην ανδροκρατούμενη κοινωνία των γραμμάτων και τεχνών. Οι ποιήτριες-δασκάλες της Σμύρνης και της Κωνσταντινούπολης αξιοποιούν τη διδακτικότητα της ποίησης, χρωματίζοντάς την με τόνους μεγαλοϊδεατισμού -που χαρακτηρίζει την εποχή. Ταυτόχρονα, η γυναικεία ομοκοινωνικότητα και οι βαθιοί δεσμοί που αναπτύσσονται μεταξύ των σπουδαστριών στα πολυπληθή Παρθεναγωγεία και Εκπαιδευτήρια της Ελλάδας και της Διασποράς βοηθούν στη συγκρότηση μιας πρωτόλειας γυναικείας υπόστασης. Μέσα σε αυτές τις ομάδες μορφωμένων γυναικών αναπτύσσεται ο γυναικείος ποιητικός λόγος και φουντώνει η επιθυμία για αλλαγή παραδείγματος στα γράμματα και τις τέχνες.
Οι νεαρές διδασκάλισσες διασκορπίζονται στις ελληνικές παροικίες και τον ελλαδικό χώρο ευαγγελίζοντας με πάθος τον νεοδημιούργητο γυναικείο τύπο: την Εφημερίδα των Κυριών (1887- 1917) της Καλλιρόης Παρρέν και τη Βοσπορίδα (Κωνσταντινούπολη, 1899-1906), της Κορνηλίας Πρεβεζιώτου-Ταβανιώτου. Ο νεοεμφανιζόμενος γυναικείος τύπος σηματοδοτεί ένα κομβικό σημείο για την γυναικεία ποίηση, δίνοντας το βήμα σε νέες ποιήτριες. Επιπλέον μας επιτρέπει να αντιληφθούμε το μωσαϊκό επιθυμιών, ελπίδων και αντιλήψεων που συγκεντρώνει για τις Ελληνίδες του νεοϊδρυθέντος κράτους.
Πάνω στην αλλαγή του αιώνα, αρχίζει να δομείται μια έμφυλη ποιητική αυτοσυνειδησία. Η επώνυμη δημοσίευση των ποιημάτων τους οδηγεί στην αυτοαναγνώριση. Οι γυναίκες ποιήτριες της εποχής είναι πολυμαθείς, πολυτάλαντες, με επιδόσεις συχνά στη μουσική και τις εικαστικές τέχνες, αλλά και στις επιστήμες- ορισμένες από αυτές τις ποιήτριες είναι και οι πρώτες γυναίκες που εισάγονται σε θετικές κατευθύνσεις στα Πανεπιστήμια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Αθηνά Ταρσούλη, καταξιωμένη ζωγράφος, με σπουδές ζωγραφικής στο Παρίσι, λαογράφος, συγγραφέας και ποιήτρια.
Οι νέες ποιήτριες πειραματίζονται με το σονέτο ως ποιητικό είδος και διάφορα είδη ομοιοκαταληξίας, πλεκτής ή σταυρωτής. Κατά την παράδοση των σονετογράφων της εποχής αγαπούν τις αυστηρές στιχουργικές νόρμες, τη στροφική αυτοτέλεια και την αυτοσυγκράτηση. Στο γυναικείο ποιητικό σύμπαν επαναλαμβάνονται μοτίβα όπως η ερωτική απογοήτευση, η μελαγχολία, η ανάγκη απόδρασης από την πραγματικότητα, η νοσταλγία της παιδικής αθωότητας και ομορφιάς, η αγάπη για τη φύση και όλες οι πτυχές της μητρότητας.
Ποιήτριες όπως η Μαρία Ράλλη, αδερφή της ηθοποιού Κατίνας Παξινού, αξιοποιούν το σονέτο στο έπακρο, ενώ και την περίοδο του Μεσοπολέμου, ποιήτριες όπως η Μαρία Πολυδούρη γράφουν στίχους κατά την παράδοση των Παρνασσιστών, με έντονο λυρισμό και μορφική τελειότητα. Η Πολυδούρη επικεντρώνεται στα θέματα του έρωτα και του θανάτου, επηρεασμένη από την ποίηση του Κώστα Καρυωτάκη και κατακτά μια πρωτοφανή ορατότητα για τη γυναικεία ποίηση.
Αναγνώριση κερδίζει και η Μυρτιώτισσα, το έργο της οποίας είναι κομβικό για τον νεοελληνικό γυναικείο ποιητικό λόγο. Η Μυρτιώτισσα μιλά απροκάλυπτα για τη γυναικεία ομοφυλοφιλία, χτίζοντας έναν ερωτικό λόγο που αποτελεί κατά κάποιον τρόπο άμεση επίθεση στην πατριαρχική και αμιγώς ανδρική αντίληψη.
"Στον Πύργο μου το μακρυνό σας καρτερώ, αδερφούλες μου, να ζήσουμε μαζί", γράφει η Μυρτιώτισσα στη συλλογή “Κίτρινες Φλόγες”, το 1925.
Το ταλέντο της βρίσκει θερμό υποστηρικτή στο πρόσωπο του Κωστή Παλαμά ο οποίος εκφράζει την εκτίμησή του προλογίζοντας τα βιβλία της. Και αυτό ανοίγει το δρόμο για μια πιο ευρεία αποχοδή της γυναικείας ποίησης.
Η Μελισσάνθη χαιρετίζεται από λογοτεχνικούς κύκλους ως «φαινόμενο που πραγματικά αγγίζει το θαύμα», ο συγγραφέας Ιωάννης Γρυπάρης την παραλληλίζει με τον Γκαίτε, ενώ ο κριτικός Μάρκος Αυγέρης λέει για την ποίησή της «και σαν αίσθηση και σαν ποίηση και στους τόνους και στην έκφραση είναι ολότελα μοντέρνα, βυθίζεται ολόκληρη μέσα στη σημερινή αισθαντικότητα και όπως αναζητά την πνευματική γεύση του κόσμου συναντά τους ίδιους πανάρχαιους δρόμους της πνευματικής ηδονής ενώνοντας “τα εγγύς και τα άπω”».
Ο μοντερνισμός, από τη δεκαετία του ‘30, γίνεται το κίνημα που περισσότερο από οτιδήποτε θα επηρεάσει την ποίηση της εποχής. Υιοθετώντας καινούργιες, ελευθερόσχημες φόρμες οι ποιήτριες της δεκαετίας του 30 και έπειτα αρχίζουν να αναπτύσσουν έναν πιο χειραφετητικό λόγο. Ζωή Καρέλλη, Μέλπω Αξιώτη και Ελένη Βακαλό δημοσιεύουν σε ελεύθερο στίχο, ενώ η Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη, γνωστή για την πολυσχιδή της δράση ως εκπαιδευτικός, ποιήτρια και λογοτεχνική κριτικός, συνθέτει τον ύμνο του ΕΛΑΣ το 1944.
Μάθετε περισσότερα :