Μα πλιό καλά ταν να μουνα αρματωλός και κλέφτης.
Αρματωλός μέσ' 'ς τα βουνά, και κλέφτης, μέσ' 'ς τους κάμπους
νά χα τα βράχια αδέρφια μου, τα δέντρα συγγενάδια,
να με κοιμάν οι πέρδικες, να μ' εξυπνάν τ' αηδόνια,
και 'ς την κορφή της Λιάκουρας να κάνω το σταυρό μου,
να τρώγω τούρκικα κορμιά, σκλάβο να μη με λένε.
Στην προετοιμασία της Επανάστασης του 1821, εκτός από τη Φιλική Εταιρεία, μια άλλη ομάδα ανθρώπων έπαιξε σημαντικό ρόλο: οι κλέφτες. Οι κλέφτες και η αγάπη που τους είχε η ρωμιοσύνη όπως εκφράστηκε μέσα από το δημοτικό τραγούδι βοήθησαν να εξαπλωθεί το μύνημα της ελευθερίας, του αγώνα, της αντίστασης και της παλλικαροσύνης.Οι ληστρικές αυτές ομάδες αποτέλεσαν τη “μαγιά της λευτεριάς”, όπως έγραψε λίγο αργότερα ο Μακρυγιάννης.
Το κλέφτικο τραγούδι, άρρηκτα δεμένο με την Επανάσταση, αποτύπωσε τα κατορθώματα των κλεφτών, εμπνέοντας και παρακινώντας τους Έλληνες στον αγώνα για την ελευθερία. Τα πάνω από 300 με 400 δημοτικά τραγούδια που αναφέρονται στην περίοδο της επανάστασης μετέφεραν την προφορική ιστορία και ενίσχυσαν το πνεύμα του Αγώνα.
Οι αγώνες και οι δυσκολίες των κλεφτών, που παίρνοντας τα βουνά αντιστάθηκαν στην τουρκική καταπίεση, γίνονται δημοτικά τραγούδια που μιλούν για το θάρρος τους, τα λημέρα τους, την αντοχή στον κλεφτοπόλεμο και τις θυσίες τους- τα λεγόμενα “κλέφτικα”. Οι περιπέτειές τους με τους Τούρκους και τους Αρβανίτες, οι πληγές και οι μάχες τους αποτυπώνονται με τρόπο ηρωικό στα δημοτικά τραγούδια της εποχής, προσφέροντάς μας μια γεύση από τα προεπαναστατικά χρόνια και την έναρξη του ξεσηκωμού.
Την ίδια εποχή αρχίζουν οι Φιλέλληνες να ανακαλύπτουν το δημοτικό τραγούδι και να βρίσκουν σ'αυτό τη θαυμαστή συνέχεια των ομηρικών επών. Το 1824 δημοσιεύεται στην πόλη των Παρισίων ο πρώτος τόμος της συλλογής του Φωριέλ, με τίτλο «Δημοτικά τραγούδια της σύγχρονης Ελλάδος» ("Chants populaires de la Grèce moderne"), η πρώτη επίσημη συγκεντρωμένη καταγραφή ελληνικών δημοτικών τραγουδιών. Κυκλοφόρησε στην Ευρώπη μεταφρασμένη στα γερμανικά, αγγλικά, ρωσικά και τα ιταλικά. Σ’ αυτά επάνω ο Διονύσιος Σολωμός θεμελιώνει το ποιητικό του έργο. Μαγικός αντίλαλος των δημοτικών τραγουδιών είναι ο «Κρητικός» και οι «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» του.
Για να κατανοήσει κανείς το δημοτικό τραγούδι πρέπει να καταλάβει τις συνθήκες ζωής των κλεφτών και το τι αντιπροσώπευαν στο συλλογικό υποσυνείδητο την εποχή της Επανάστασης. Όπως παρατήρησε ο Μένδελσον οι Κλέφτες “περιέβαλον τον αγώνα δια της λάμψεως ποιάς τινός ιπποτικής ρομαντικότητος”.
Μάνα μου εγώ δεν κάθομαι να γίνω νοικοκύρης,
να κάμω αμπελοχώραφα, κοπέλια να δουλεύουν,
και να 'μαι σκλάβος των Τουρκών, κοπέλι στους γερόντους.
Φέρε μου τ' αλαφρό σπαθί και το βαρύ τουφέκι,
να πεταχτώ σαν το πουλί ψηλά στα κορφοβούνια,
να πάρω δίπλα τα βουνά, να περπατήσω λόγγους,
να βρω λημέρια των κλεφτών, γιατάκια καπετάνων
και να σουρίξω κλέφτικα, να σμίξω τους συντρόφους,
που πολεμούν με την Τουρκιά και με τους Αρβανίτες
Οι κλέφτες ζούσαν σε μικρές ομάδες σε απομακρυσμένα και δύσβατα μέρη, πάντα οπλισμένοι και έτοιμοι να αλλάξουν λημέρια όταν κινδύνευαν. Έκλεβαν ζώα και λεηλατούσαν σπίτια αξιωματούχων. Είχαν μεγάλη αντοχή στην πείνα, τη δίψα και την αγρύπνια, ενώ εξασκούνταν καθημερινά σε σκοποβολή, άλματα και ρίψη λίθων. Αγρότες και μοναστήρια τούς στήριζαν, και οι κλέφτες έγιναν εθνικοί αγωνιστές και ήρωες, καθώς στα χρόνια πριν την Επανάσταση, η δράση τους πήρε εθνικοαπελευθερωτικό χαρακτήρα, με πολλούς να γίνονται μέλη της Φιλικής Εταιρείας ή να ηγούνται προδρομικών εξεγέρσεων, όπως ο εθνομάρτυρας Κατσαντώνης του οποίου το κλέφτικο σώμα πολλοί ιστορικοί θεωρούν «Στρατιωτική Ακαδημία του Κλεφτοπολέμου».
Oι Έλληνες δεν είχαν οργανωμένο στρατό ούτε εμπειρία από πολέμους πέραν του κλεφτοπόλεμου. Ο Κολοκοτρώνης ήταν αυτός που με τη ρητορική του δεινότητα, και εκμεταλλευόμενος τον πόθο των Ελλήνων για απελευθέρωση, κατάφερε να συγκροτήσει το πρώτο σώμα με ένοπλους τις πρώτες μέρες του Απριλίου 1821. Άλλοι Κλέφτες που μπήκαν στον Αγώνα ήταν ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, ο Καραισκάκης, ο Διάκος, ο Ζαχαριάς.
Τα κλέφτικα τραγούδια, γεμάτα από απλότητα, δύναμη και «άγρια τόλμη», αποτέλεσαν πηγή θαυμασμού και έμπνευσης για κορυφαίους λογοτέχνες όπως ο Γκαίτε, ο Σολωμός, ο Βαλαωρίτης, ο Παλαμάς, ο Καβάφης και ο Σεφέρης.
Αναγνωρίστηκαν ως μια «ατόφια ελληνική φωνή» που εκφράζει τη βαθύτερη ψυχή του ελληνικού λαού. Το δημοτικό τραγούδι διακρίνεται για την ευθύτητά του, τη δικαιοσύνη με την οποία προσεγγίζει τα ανθρώπινα πράγματα και την ικανότητά του να μετατρέπει τη συγκίνηση σε λόγο, χωρίς υπερβολές. Έτσι, τα κλέφτικα δεν περιορίζονται μόνο στην εξύμνηση της ηρωικής δράσης, αλλά περιγράφουν και τις ανθρώπινες αδυναμίες, αποφεύγοντας κάθε είδους λογοκρισία.
Αυτός ο λαϊκός πολιτισμός, μέσα από τα δημοτικά τραγούδια, αποτυπώνει αυθόρμητα και αυθεντικά τα γεγονότα της εποχής, είτε πρόκειται για ηρωισμούς είτε για πράξεις που ξεφεύγουν από τα παραδοσιακά ηθικά πρότυπα. Τα κλέφτικα τραγούδια, που γεννήθηκαν στα βουνά και εμφορούνται από την ελληνική φύση, περιέχουν έναν ιδιαίτερο ρωμαλέο χαρακτήρα, ενώ καταφέρνουν να μεταφέρουν την ελευθερία, την αγάπη για τον τόπο και το πάθος για την ανεξαρτησία.
“Αυτό που διακρίνει αυτά τα βουνίσια τραγούδια από τα υπόλοιπα είναι ένα μοναδικά ρωμαλέο ύφος, είναι μια, πώς να το πω, άγρια τόλμη στη σύλληψη, στη σύνθεση και στις σκέψεις, που η απλότητα και το καθημερινό ύφος της έκφρασης τις κάνει να ξεπετάγονται πιο ζωντανές απ’ ό, τι θα πετύχαινε μια γλώσσα εμφατική και πιο στολισμένη.
Υπάρχει κάποια αναλογία, κάποια αρμονία ανάμεσα στην ιδιοφυΐα των κλεφτών και σ’ εκείνη των ποιητών, που θα μας έκανε να νομίζουμε πως οι τελευταίοι θα μπορούσαν να μάχονται σαν τους πρώτους, κι αυτοί πάλι να τραγουδούν σαν τους άλλους και δύσκολα θ’ αποφάσιζε κανείς αν βρίσκεται περισσότερος ενθουσιασμός, περισσότερο μίσος για τους Τούρκους, περισσότερη αγάπη για την ελευθερία στους στίχους των ραψωδών ή στη ζωή των ηρώων τους”
(Φωριέλ, Ελληνικά δημοτικά τραγούδια, 1824)
Στην έκθεση θα βρείτε παρτιτούρες, στίχους, διαλέξεις και βιβλία για το δημοτικό τραγούδι, καθώς και χαρακτικά, σχέδια και ζωγραφικά έργα για τους Κλέφτες και Αγωνιστές του 1821.
Μάθετε περισσότερα :
Η θεματική έκθεση περιλαμβάνει τεκμήρια από τους εξής φορείς: