“Το ρεμπέτικο κατορθώνει με μια θαυμαστή ενότητα, να συνδυάζει το λόγο, τη μουσική και την κίνηση. Απ΄ τη σύνθεση μέχρι την εκτέλεση, μ’ ένστικτο δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για την τριπλή αυτή εκφραστική συνύπαρξη, που ορισμένες φορές σαν φτάνει τα όρια της τελειότητας- θυμίζει μορφολογικά την αρχαία τραγωδία...
Η σύνθεση του τραγουδιού βασίζεται πάνω στη χορευτική κίνηση, με τρεις χαρακτηριστικούς ρυθμούς, τον ζεϊμπέκικο, τον χασάπικο και τον σέρβικο” έλεγε για το ρεμπέτικο ο Μάνος Χατζιδάκις στην ιστορική διάλεξη που έδωσε το 1949 στο Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν.
Το ρεμπέτικο κάνει την εμφάνισή του λίγο πριν τα μέσα του 19ου αιώνα στις φυλακές. Επί Όθωνα και Γεωργίου Α', στην Πλάκα στις φυλακές Μεντρεσέ, έναν τόπο εκτελέσεων, γεννιούνται τα πρώτα ρεμπέτικα, τα λεγόμενα «μουρμούρικα», τα οποία τραγουδούν οι κατάδικοι. Τα σεβνταλήτικα και τα πρωτορεμπέτικα -τα λεγόμενα «γιαλάδικα», από τη συχνά επαναλαμβανόμενη λέξη «γιάλα -γιάλα» ή «γιαλελέλι»- εμφανίζονται στον Πειραιά και εξελίσσονται σε συνοικίες όπου ζει η εργατική τάξη. Ως τίτλος το “ρεμπέτικο” πρωτοεμφανίζεται ανάμεσα στα 1910 και 1913 σε ετικέτες δύο δίσκων γραμμοφώνου, ηχογραφημένων στην Κωνσταντινούπολη. Οι ίδιοι οι ρεμπέτες αποκαλούν τα τραγούδια τους «λαϊκά τραγούδια».
Μετά την έλευση των Μικρασιατών προσφύγων το 1922, με κυρίαρχη τη Ρόζα Εσκενάζυ, την πιο ξακουστή και αγαπημένη τραγουδίστρια του ρεμπέτικου, γίνονται ιδιαίτερα δημοφιλή τα σμυρναίικα τραγούδια της προσφυγιάς με ούτι και σαντούρι. Ο γνωστότερος συνθέτης της Σμυρναϊκής Σχολής, ο Παναγιώτης Τούντας ανήκει στην ομάδα των Μικρασιατών μουσικών που διαμόρφωσαν το ρεμπέτικο τραγούδι στην Ελλάδα.
Η επόμενη δεκαετία είναι η χρυσή εποχή του ρεμπέτικου, με την κομπανία «Τετράς η ξακουστή του Πειραιώς», το Μάρκο Βαμβακάρη και κυρίως τον Βασίλη Τσιτσάνη, γενάρχη της νεοελληνικής λαϊκής μουσικής ο οποίος εμπλουτίζει με ταξίμια και γλυκές μελωδίες το μπουζούκι καθιερώνοντάς το ως εθνικό μουσικό όργανο. Άλλοι συνθέτες, αλλά και ταυτόχρονα στιχουργοί, ερμηνευτές, οργανοπαίχτες, ενορχηστρωτές & μαέστροι ήταν ο Μανώλης Χιώτης, ο Γιώργος Μητσάκης, ο Γιάννης Παπαΐωάννου, ο Μιχάλης Γενίτσαρης, ο Πάνος Πετσάς, κ. ά.
Αυτή τη δεκαετία συντελείται και μια θεματολογική ανανέωση της στιχουργικής. Πλέον τα “μάγκικα” υποχωρούν, δηλαδή οι ναρκωτικές ουσίες, η παραβατικότητα, η φυλακή, το περιθώριο, η βεντέτα κ.λ.π. τα οποία κυριαρχούσαν ως θέματα την πρώτη περίοδο. Αναδύονται ως θέματα η φτώχεια, η κοινωνική αδικία, το μεροκάματο, η μετανάστευση, ο πόνος και τα βάσανα της ζωής. Σταθερή αξία στο ρεμπέτικο είναι η γυναίκα- έρωτες, ιδιαίτερα οι ανικανοποίητοι, αλλά και ύμνοι ομορφιάς και αγάπης αποτελούν το δεσπόζον θέμα στο στιχουργικό ρεπερτόριο.
Με τη κήρυξη του πολέμου και ειδικά μετά την απελευθέρωση το ρεμπέτικο καταξιώνεται ως λαϊκή μουσική ευρείας αποδοχής και βγαίνει από το περιθώριο. Εμφανίζονται νέοι τραγουδιστές όπως η Σωτηρία Μπέλλου και ο Πρόδρομος Τσαουσάκης. Οι περισσότεροι μελετητές θεωρούν ότι μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '50 το ρεμπέτικο, στη γνήσιά του μορφή, πεθαίνει, αλλά μάλλον επαναχρησιμοποιείται δημιουργικά, όπως για παράδειγμα με το Νίκο Σκαλκώτα που εισάγει τη ρεμπέτικη μουσική στην Ελληνική συμφωνική δημιουργία.
Τη δεκαετία του ‘60 αναβιώνει το ερευνητικό ενδιαφέρον για το ρεμπέτικο, μουσικολόγοι και ιστορικοί εκδίδουν μελέτες και ανθολογίες και να επανηχογραφούν παλαιότερες επιτυχίες, ενώ από την τελευταία περίοδο της στρατιωτικής δικτατορίας στην Ελλάδα, ξαφνικά η νεολαία αρχίζει να αγαπά τα αστικά λαϊκά τραγούδια του παρελθόντος. Κυκλοφορεί η «Ρεμπέτικη Ιστορία», μια συλλογή από έξι δίσκους ρεμπέτικης μουσικής, η οποία πουλά εκατοντάδες χιλιάδες αντίτυπα.
Πλέον το ρεμπέτικο τραγούδι ανήκει επίσημα στον κατάλογο μνημείων άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς της Unesco.