Σ’ ένα κατεξοχήν γραφειοκρατικό κράτος όπως το Βυζαντινό, η χρήση των σφραγίδων ήταν ευρύτατα διαδεδομένη. Η σφράγιση, ωστόσο, δεν είναι μια πρακτική που εισήγαγαν οι Βυζαντινοί μιας και σφραγίδες υπάρχουν από τα αρχαιότατα χρόνια με τα παλαιότερα γνωστά δείγματα να τοποθετούνται στη Νεολιθική Περίοδο. Μινωίτες και Μυκηναίοι χρησιμοποιούσαν σφραγίδες για την επικύρωση οικονομικών συναλλαγών και διοικητικών εγγράφων αλλά και ως φυλαχτά.
Καθοριστική καμπή στην ιστορία της σφραγιστικής τέχνης αποτέλεσε η ανακάλυψη του βουλλωτηρίου από τους Βυζαντινούς. Πρόκειται για ένα είδος τανάλιας με δύο κυλινδρικές απολήξεις στη θέση της δαγκάνας, στο εσωτερικό των οποίων οι τεχνίτες χάρασσαν την παράσταση που επιθυμούσαν να τυπωθεί στο μέταλλο της σφραγίδας (ελάχιστα βουλλωτήρια σώζονται καθώς μετά τον θάνατο του κατόχου τους καταστρέφονταν για λόγους ασφαλείας). Οι σφραγίδες ή βούλλες (από το λατινικό bulla) τυπώνονταν πάνω σε στρογγυλούς μολύβδινους δίσκους απ’ όπου προέρχεται η ονομασία μολυβδόβουλλα.
Από διαμπερές άνοιγμα που υπήρχε κατά μήκος των μολυβένιων δίσκων διερχόταν η μήρινθος, το νήμα που συνέδεε το μολυβδόβουλλο με το έγγραφο. Όποιος λοιπόν ήθελε να διαβάσει το έγγραφο έπρεπε να παραβιάσει τη σφραγίδα. Εξασφαλιζόταν έτσι η σημαντικότερη λειτουργία της σφραγίδας στη βυζαντινή κοινωνία: η διασφάλιση του απόρρητου του σφραγιζόμενου εγγράφου. Επιπλέον, η σφραγίδα λειτουργούσε ως εγγύηση της ταυτότητας του αποστολέα (σε αυτή αναγράφονταν το όνομα, ο τίτλος, το αξίωμα, η ιδιότητα, ο τόπος) αλλά και ως μέσο διαπίστευσης της ποιότητας εμπορικών προιόντων. Για παράδειγμα, γνωρίζουμε ότι οι Βυζαντινοί έλεγχαν την ποιότητα των μεταξωτών υφασμάτων, τα στοίβαζαν και στη συνέχεια τα σφράγιζαν.
Στα βυζαντινά μολυβδόβουλλα εντυπώνονται κατα κύριο λόγο θρησκευτικές παραστάσεις όπως ο Χριστός, η Παναγία, άγιοι, ιεράρχες και ευαγγελικές σκηνές, με εξαίρεση την περίοδο της εικονομαχίας, οπότε αντικαθίστανται από τον σταυρό ή σταυρόσχημα μονογράμματα. Στις κοσμικές παραστάσεις κυριαρχούν ο αετός και άλλα ζώα. Συχνά απεικονίζεται ο αυτοκράτορας ή η αυτοκράτειρα, σε καθιερωμένους τύπους που μιμούνται τα νομίσματα, λειτουργώντας ως ένα μέσο προπαγάνδας σε όλα τα μήκη και πλάτη της αυτοκρατορίας.
Ονόματα, αξιώματα, τιμητικοί τίτλοι και τοπωνύμια που αναγράφονται στην επιφάνεια των σφραγίδων μας πληροφορουν για την κοινωνική, διοικητική και εκκλησιαστική οργάνωση της εποχής, καθιστώντας τις σφραγίδες μια αξιόπιστη άμεση ιστορική πηγή. Επιπλέον, συνιστούν σημαντική πηγή για τη μελέτη της βυζαντινής προσωπογραφίας και επιγραφικής.
Εντωμεταξύ, δημιουργούνται οι πρώτες σφραγίδες άρτου οι οποίες χρησιμοποιούνταν για την αποτύπωση θρησκευτικών συμβόλων και μορφών αγίων στην επιφάνεια του ευχαριστιακού άρτου, ένα τελετουργικό έθιμο που εμφανίστηκε στους παλαιοχριστιανικούς χρόνους και συνεχίζεται ως σήμερα. Αρχικά, οι σφραγίδες ήταν κατασκευασμένες από λίθο ή πηλό ενώ κατά τους μεταβυζαντινούς χρόνους καθιερώνεται ο τύπος της ξύλινης κυκλικής σφραγίδας άρτου που συνηθίζεται και στις μέρες μας.
Η αναλλοίωτη στους αιώνες λειτουργία της σφραγίδας ως υπογραφής αναδεικνύεται μέσα από τα τεκμήρια της Έκθεσης που εξετάζει την ιστορική και καλλιτεχνική εξέλιξη των σφραγίδων από τη βυζαντινή περίοδο ως τους νεότερους χρόνους και απαρτίζεται από βυζαντινά μολυβδόβουλλα, σφραγιστικά δαχτυλίδια, ενσφράγιστους κεράμους, σφραγίδες άρτου, σφραγίδες μοναστηριών και ξύλινες σφραγίδες υφασμάτων. Επιπλέον, ανάμεσα στα τεκμήρια περιλαμβάνονται τρία πατριαρχικά σιγίλλια που διασώζουν τη μήρινθο και το μολυβδόβουλλο και σφραγίδες του Νέου Ελληνικού Κράτους και ιστορικών προσωπικοτήτων της Νεότερης Ελλάδας.
Η θεματική έκθεση περιλαμβάνει τεκμήρια από τους εξής φορείς: