Ήταν ένας δυνατός και ψηλός άνθρωπος. Ήταν άρρωστος. Επήγαν από το χωριό να πάρουν μια νύφη από το άλλο χωριό. Στο δρόμο που επήγαιναν εβγήκε η λάμια από το δάσος και ήθελε να πιάση το γαμπρό να τον φάη. Ο γαμπρός ήτανε ανεψιός του Μπόλιν Ντουϊκίν. Η λάμια δεν μπόρεσε να τον φάη τον γαμπρό, η παρέα του όμως φοβήθηκε κ΄εγύρισε πίσω. Τότε παρακάλεσαν τον Μπόλιν Ντουϊκίν να πάη μαζί των για να πάρουν την νύφη. Λέει ο Μπόλιν Ντουϊκίν στη θυγατέρα του. Να πας στον υφασματοπώλη που είναι φίλος μου να σου δώση 40 πήχες παννί. Έπήρε το παννί ο Μπόλιν Ντουϊκίν κ’ εδέθηκε για να στερεωθή το σώμα του. Λέει κατόπιν. Βάλετε το σέλλα στ’ άλογο το ψαρό (στην κόϊνα chiapκονόγεια). Πάρε το σπαθί να το πας στο σιδερά να το τροχίσει. Ο σιδεράς είπε στην κόρη του Μπόλιν Ντουϊκίν. Άμα παθής να σε φιλήσω τότε θα ακονήσω το σπαθί. Η κόρη δεν εδέχτηκε να τη φιλήση κ’ εγύρισε και το είπε στον πατέρα της. Τότε ο Μπόλιν Ντουϊκίν είπε στην κόρη να πάη σ’ άλλο σιδερά να το ακονήση. Αυτός το ακόνησε. Την έστειλε να πάη στον πεταλωτή να καλλιγώση τ’ άλογο. Αυτός της είπε να τη φιλήση για να πεταλώση τ’ άλογο. Όταν το είπε αυτή στον πατέρα της είπεν αυτός. «Ετοιμασθήτε να πάμε για τη νύφη και ας είναι ακαλλίγωτο το άλογο». Όταν επήγαιναν, η λάμια δεν επαρουσιάστηκε. Όταν εγύριζαν με τη νύφη, παρουσιάστηκε η Λάμια στο δρόμο και λέει: «Τη νύφη τη θέλω». Βγήκε ο Μπόλιν Ντουϊκίν και λέει στη Λάμια. «Φύγε γιατί θα σε σκοτώσω». Αυτή άρχισε να μουγκρίζει και να φοβερίζη. Αυτός της λέει: «Ή κτύπα ή θα σε κτυπήσω». Αυτή του έρριξε σαν πέτρα να τον κτυπήση.Ο Μπόλιν Ντουϊκίν ώρμησε με το άλογό του στη λάμια και της έκοψε με το σπαθί το κεφάλι. Πήρε το κεφάλι της Λάμιας το ‘βαλε σε τουρβά και το ‘φερε να το παρουσιάση στο γάμο που εγλύτωσε ο κόσμος. Πήγαν στο γάμο, παρέδωσε τη νύφη στο γαμπρό. Μετά επήγε με το άλογο σ’ αυτόν που είπε πως ήθελε να φιλήση την κόρη του για να καλλίγωσε το άλογο, αλλά θα σε πληρώσω. Ο πεταλωτής άνοιξε την ποδιά του να πάρη την πληρωμή, αλλά ο Μπόλιν Ντουϊκίν του έκοψε το κεφάλι. Μετά επήγε κ’ επλήρωσε τον υφασματοπώλη. Ύστερα πήγε και λέει στο γάμο. «Άντε, γλεντίσετε σεις και εγώ θα πάω στο σπίτι.» Εξετύθηκε τις 40 πήχες το ύφασμα και έπεσε στο κρεββάτι και δεν εξανασηκώθηκε. Σημ. Το ανωτέρων είναι τραγούδι που δεν το ενθυμείται ο Βυρώζης. Μου είπε ότι το ετραγουδούσαν
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών