Ήταν νια βούλα στ’ ιπανάστασ’ τρία αδέρφια παλ’κάρια π’ δε μουργί να τς βάλ’ γούλ’ οι Αλή πασάς, φρούτσι λοιπόν να τς ξιγιλάσ’ να τς πιάσ’ για τα τα ξικάμ’. Κι τα παραγγ’λι, να κατιβούνι τσου κιφαλοβρυσον για να τς φιλουξενήσ’. Αυτοίν δεν ήθιλαν ναρθούνι, αλλά άλλου κοντά τ’ απουφάϊσανι. Πήρανι κι δυο τρία άλλα παλ’κάρια δυνατά, τα ιφέκια τς , τς τσακαράκις τς κι κατέβκανι. Έστρουσαν του τραπέζ’ ικεί κι ού Βιζύρ Αλή πασάς διαταξι να καθήσνι ένας Έλληνας ένας Τούρκους γύρου στου τραπεζ’. Οι δικοί μας δεν του δέχναν, αλλά άλλου κουντά στρέχκανι. Τότι τς λέει ου Αλή Πασάς: Το όπλα σας δεν αρέσ’ να τάχει τώρα π’ τρώτι! Α! αυτό τ’ αστείου δεν του παίζουμε, είπαν αυτοίν. Κι δεν τάφκιαν τα όπλα τς. Ου Αλή πασάς είχε σκουπό να τς δέσ’ ικεί π’ θανάτρουγαν κι καθώς έκαμι. Μόλις βήκαν στα μισά στου φαϊ, μ’ ένα νόημα ούλ’ οι Τούρκοι έπεσαν απού δυο τρεις απάν κι έπιασαν τους κάθι έναν. Κι να ήρθαν να τς δέσνι. Ίσια ίτουν φέρ’ ου ένας, φέρ’ ου άλλος ξιχούρτσαν τα δυο απ’ τα δέρ’φια. Τάλλου του είχαν, πιασμένυ απ’ τουν τσαμπά οι Τούρκοι κι του κράταγαν. Τότε του ένα απ’ τ’ άλλα τ’ αδέρφια τ’ τράβξιμι του σπαθί απ ‘ παν απ’ του κεφάλ’ τ’ κι το κουψι τουν τσαμπά κι έτσι’ ξιχουρισι κι αυτός. Ηάϊντι τότι, σαν τς στρώννι κατ’ τς Τούρκς…! τς άλλαξαν τους αδόξαστουν. Κι γι’ αυτό ουπ κόπη ου τσαμπάς τήνος απ’ τα τρία αδέρφια μα του σπαθί, γι’ αυτό ουνούμαση Απόκουρον. Απουκουρεύκι αυτός. Μαθεύτι ουλούθι αυτό κι πήρε τ’ όνουμα Απόκουρου. Απόκουρο= το προς Ανατολή ήμισυ της επαρχίας Τριχωνίας

Ήταν νια βούλα στ’ ιπανάστασ’ τρία αδέρφια παλ’κάρια π’ δε μουργί να τς βάλ’ γούλ’ οι Αλή πασάς, φρούτσι λοιπόν να τς ξιγιλάσ’ να τς πιάσ’ για τα τα ξικάμ’. Κι τα παραγγ’λι, να κατιβούνι τσου κιφαλοβρυσον για να τς φιλουξενήσ’. Αυτοίν δεν ήθιλαν ναρθούνι, αλλά άλλου κοντά τ’ απουφάϊσανι. Πήρανι κι δυο τρία άλλα παλ’κάρια δυνατά, τα ιφέκια τς , τς τσακαράκις τς κι κατέβκανι. Έστρουσαν του τραπέζ’ ικεί κι ού Βιζύρ Αλή πασάς διαταξι να καθήσνι ένας Έλληνας ένας Τούρκους γύρου στου τραπεζ’. Οι δικοί μας δεν του δέχναν, αλλά άλλου κουντά στρέχκανι. Τότι τς λέει ου Αλή Πασάς: Το όπλα σας δεν αρέσ’ να τάχει τώρα π’ τρώτι! Α! αυτό τ’ αστείου δεν του παίζουμε, είπαν αυτοίν. Κι δεν τάφκιαν τα όπλα τς. Ου Αλή πασάς είχε σκουπό να τς δέσ’ ικεί π’ θανάτρουγαν κι καθώς έκαμι. Μόλις βήκαν στα μισά στου φαϊ, μ’ ένα νόημα ούλ’ οι Τούρκοι έπεσαν απού δυο τρεις απάν κι έπιασαν τους κάθι έναν. Κι να ήρθαν να τς δέσνι. Ίσια ίτουν φέρ’ ου ένας, φέρ’ ου άλλος ξιχούρτσαν τα δυο απ’ τα δέρ’φια. Τάλλου του είχαν, πιασμένυ απ’ τουν τσαμπά οι Τούρκοι κι του κράταγαν. Τότε του ένα απ’ τ’ άλλα τ’ αδέρφια τ’ τράβξιμι του σπαθί απ ‘ παν απ’ του κεφάλ’ τ’ κι το κουψι τουν τσαμπά κι έτσι’ ξιχουρισι κι αυτός. Ηάϊντι τότι, σαν τς στρώννι κατ’ τς Τούρκς…! τς άλλαξαν τους αδόξαστουν. Κι γι’ αυτό ουπ κόπη ου τσαμπάς τήνος απ’ τα τρία αδέρφια μα του σπαθί, γι’ αυτό ουνούμαση Απόκουρον. Απουκουρεύκι αυτός. Μαθεύτι ουλούθι αυτό κι πήρε τ’ όνουμα Απόκουρου. Απόκουρο= το προς Ανατολή ήμισυ της επαρχίας Τριχωνίας
δείτε την πρωτότυπη σελίδα τεκμηρίου
στον ιστότοπο του αποθετηρίου του φορέα για περισσότερες πληροφορίες και για να δείτε όλα τα ψηφιακά αρχεία του τεκμηρίου*
χρησιμοποιήστε
το αρχείο ή την εικόνα προεπισκόπησης σύμφωνα με την άδεια χρήσης :
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα
CC_BY_NC_ND



Ήταν νια βούλα στ’ ιπανάστασ’ τρία αδέρφια παλ’κάρια π’ δε μουργί να τς βάλ’ γούλ’ οι Αλή πασάς, φρούτσι λοιπόν να τς ξιγιλάσ’ να τς πιάσ’ για τα τα ξικάμ’. Κι τα παραγγ’λι, να κατιβούνι τσου κιφαλοβρυσον για να τς φιλουξενήσ’. Αυτοίν δεν ήθιλαν ναρθούνι, αλλά άλλου κοντά τ’ απουφάϊσανι. Πήρανι κι δυο τρία άλλα παλ’κάρια δυνατά, τα ιφέκια τς , τς τσακαράκις τς κι κατέβκανι. Έστρουσαν του τραπέζ’ ικεί κι ού Βιζύρ Αλή πασάς διαταξι να καθήσνι ένας Έλληνας ένας Τούρκους γύρου στου τραπεζ’. Οι δικοί μας δεν του δέχναν, αλλά άλλου κουντά στρέχκανι. Τότι τς λέει ου Αλή Πασάς: Το όπλα σας δεν αρέσ’ να τάχει τώρα π’ τρώτι! Α! αυτό τ’ αστείου δεν του παίζουμε, είπαν αυτοίν. Κι δεν τάφκιαν τα όπλα τς. Ου Αλή πασάς είχε σκουπό να τς δέσ’ ικεί π’ θανάτρουγαν κι καθώς έκαμι. Μόλις βήκαν στα μισά στου φαϊ, μ’ ένα νόημα ούλ’ οι Τούρκοι έπεσαν απού δυο τρεις απάν κι έπιασαν τους κάθι έναν. Κι να ήρθαν να τς δέσνι. Ίσια ίτουν φέρ’ ου ένας, φέρ’ ου άλλος ξιχούρτσαν τα δυο απ’ τα δέρ’φια. Τάλλου του είχαν, πιασμένυ απ’ τουν τσαμπά οι Τούρκοι κι του κράταγαν. Τότε του ένα απ’ τ’ άλλα τ’ αδέρφια τ’ τράβξιμι του σπαθί απ ‘ παν απ’ του κεφάλ’ τ’ κι το κουψι τουν τσαμπά κι έτσι’ ξιχουρισι κι αυτός. Ηάϊντι τότι, σαν τς στρώννι κατ’ τς Τούρκς…! τς άλλαξαν τους αδόξαστουν. Κι γι’ αυτό ουπ κόπη ου τσαμπάς τήνος απ’ τα τρία αδέρφια μα του σπαθί, γι’ αυτό ουνούμαση Απόκουρον. Απουκουρεύκι αυτός. Μαθεύτι ουλούθι αυτό κι πήρε τ’ όνουμα Απόκουρου. Απόκουρο= το προς Ανατολή ήμισυ της επαρχίας Τριχωνίας

Λουκόπουλος, Δημήτριος
Λουκόπουλος, Δημήτριος (EL)

Παραδόσεις

Αιτωλία, Αμβρακιά


1925




Αρ. 1001, Λουκοπούλου, Αιτωλικά, Αμπρακία

Κείμενο/PDF

Ελληνική γλώσσα




*Η εύρυθμη και αδιάλειπτη λειτουργία των διαδικτυακών διευθύνσεων των συλλογών (ψηφιακό αρχείο, καρτέλα τεκμηρίου στο αποθετήριο) είναι αποκλειστική ευθύνη των φορέων περιεχομένου.